Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Οι οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του συνεδιπλώθησαν λείχοντα το έν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία. Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου.
Την αγανάκτησιν, ήτις επορφύρωσε τας παρειάς της θεάς του κάλλους, ότε ήκουσεν αύτη προφερόμενον το όνομα της θνητής αντιπάλου της, συνεκέρασεν η ενδόμυχος χαρά, ην ησθάνθη, αναλογισθείσα πάραυτα, οποία ευκαιρία παρείχετο εις αυτήν, να τιμωρήση την αυθάδειαν της περικαλλούς νεάνιδος διά στόματος του γυναικαρέσκου θεού, όστις ερωτολόγει μεν την στιγμήν εκείνην προς την θείαν συνδαιτυμόνα του, έμελλε δε να χρησμολογήση την επαύριον προς εύπιστον θνητόν.
Εν τούτοις ο Μάχτος όχι διότι παρεπείσθη εκ των προτροπών του, αλλά μάλλον διότι ησθάνθη το οχληρόν του πράγματος, εδοκίμασε να ανασηκωθή, διότι ήτο γονυπετής, και τότε ο Θευδάς τω έτεινε την χείρα ειπών αυτώ: «Είνε ανάγκη να εύρωμεν τον αυθέντην μου». Η τελευταία λέξεις εκόπη διχή μεταξύ του λάρυγγος και των οδόντων του Θευδά.
Και ησθάνθη τον λάρυγγά του στενούμενον υπό συγκινήσεως. Εξηκολούθησαν εν σιωπή την οδοιπορίαν. Η οδός δεν εφράσσετο πλέον εκατέρωθεν υπό τοίχων, αλλά διέσχιζε θάμνους σχοίνων και κομάρων καταβαίνουσα προς τα απόκρημνα της νήσου παράλια.
Ο Βινίκιος αισθανθείς αυτήν πλησίον του ήνοιξε τους οφθαλμούς και εμειδίασεν· εκείνη του εχαμήλωσεν ελαφρώς τα βλέφαρα διά της χειρός της, ως εάν ήθελε να τον υποχρεώση να κοιμηθή. Τότε ησθάνθη ότι κατελαμβάνετο από μεγάλην ευχαρίστησιν, ενώ συγχρόνως η αδυναμία του ηύξανεν. Όταν ενύκτωσε πλέον εντελώς, ο Βινίκιος κατελήφθη υπό ισχυρού πυρετού και ωνειρεύθη.
Βοράς εφύσα. Η φωτιά εις την εστίαν έσβυνε. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη ρίγος εις την ράχιν, και παγωμένους τους πόδας της. Ήθελε να σηκωθή να φέρη ολίγα ξύλα έξω από τον πρόδομον, διά να τα ρίψη εις την εστίαν, να ξανάψη το πυρ. Αλλ' ηργοπόρει και ησθάνετο μικράν νάρκην, ίσως το πρώτον σύμπτωμα του εισβάλλοντος ύπνου.
Το παραδέχομαι. Σωκράτης. Πώς την εννοείς; ως μνήμην ενός πράγματος ή όχι; Θεαίτητος. Ως μνήμην ενός πράγματος βεβαίως. Σωκράτης. Αυτά τα πράγματα δεν είναι επάνω κάτω όσα έμαθε κανείς και ησθάνθη; Θεαίτητος. Τι άλλο βεβαίως; Σωκράτης. Δηλαδή ό,τι είδε κανείς, το ενθυμείται κάποτε; Θεαίτητος. Το ενθυμείται. Σωκράτης. Άραγε και όταν ακόμη κλείση τους Οφθαλμούς του, ή μήπως το λησμονεί τότε;
Ο παπά-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον.
Και αρπάσας διά των δύο χειρών του τας τρίχας των κροτάφων του, περιεμαζεύθη, ως άνθρωπος αισθανόμενος εις τα εντόσθιά του διαπερώντα τον σίδηρον δόρατος και με φωνήν βραχνήν και τραχείαν ερρόγχασε: «Χριστέ μου, έχω πίστιν! Έχω πίστιν! . . . Χριστέ . . . κάμε το θαύμα Σου». Και δεν ησθάνθη ότι την ιδίαν στιγμήν ο Πετρώνιος του εκάλυψε την κεφαλήν με την τήβεννόν του.
— Πιάστε την! έκραξε φρυάττων ο Πρωτόγυφτος. Και ηθέλησε να συλλάβη την Αϊμάν. Αλλ' ο Σκούντας ετέθη ενώπιον αυτής και απέκρουσε τον Πρωτόγυφτον. — Θάρρος, Αϊμά, θα σε σώσω, έκραξεν ο Μάχτος, βλέπων μετά σπαραγμού καρδίας την νέαν όλην τρέμουσαν. Την στιγμήν ταύτην εισήλθεν η συνοδεία των οπλοφόρων. Ο μπάρπα Κατούνας ησθάνθη μεγίστην στενοχωρίαν, ως είδε τους νέους τούτους επισκέπτας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν