Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Αυτή η ομιλία με εζάλισε πολύ, επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με το να μη μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον, ηύρα την πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με το να ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης.

Είπε• κ' εκείνος χύθηκε, κ' επρόσταξε τους άλλους επιμελείς θεράπονταις να τον ακολουθήσουν, τα ιδρωμένα τ' άλογα απ' τον ζυγόν ελύσαν, και 'ς τ' αλογίσινα παχνιά τα δέσαν, και εις εκείνα 40 ζειά τους βάλαν, κ' έσμιξαν μ' αυτήν λευκό κριθάρι•τους τοίχους τους ολόφωτους έκλιναν και τ' αμάξι• και αυτούςτο θείον έμπασαν παλάτι• άμ' είδαν κείνοι του διοθρεμμένου βασιληά τα δώματα, εθαυμάζαν• ότι ωσάν λάμψι του ήλιου, ή της σελήνης, ήταν 45το δώμα το υψηλόσκεπο του ενδόξου Μενελάου. και αφού θωρώντας χάρηκαν το θέαμα τριγύρω, 'ς τα καλοσκάλιστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν κρουσταίς χλαμύδαις και χιτώναις, 50 σιμά του Ατρείδη εβάλθηκαν εις θρόνους να καθήσουν. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 55 και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα• και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει.

Ο Δερβίσης λοιπόν εκεί που εθεωρούσεν αυτόν τον εύμορφον τόπον, αιφνιδίως άλλαξεν η όψις του, και έγινεν ωσάν νεκρού. Η βασιλοπούλα και η βάγια της, φοβισμένες διά μίαν τοιαύτην μεταβολήν του εζήτησαν το αίτιον.

Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσετο σπίτι του, και άμ' έφθασαντο υπέρλαμπρο παλάτι, 85 εις ταις καθήκλαις έστρωσαν καιτα θρονιά χλαμύδαις, καιτα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις, εβγήκαν από τα λουτρά καιτα θρονιά καθίσαν. 90 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95 απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου, αναπαυμένητο θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100 «Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσωτην κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις, 'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105 άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».

Ο βασιλεύς όμως με το να έμεινε λαβωμένος, δεν έλειψε να ξαναγυρίση την ακόλουθον ημέραν εις τον Αλή· και με τούτον τον τρόπον έκαμε διά πολλάς ημέρας·, και με το αίτιον διά να ιδή τες ζωγραφιές, έμβαινεν εις όλους τους οντάδες, και με εύμορφον τρόπον έμβαινε και εις εκείνον που εγώ ευρισκόμουν.

Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον.

— 'Σαν ψεύτικη, πατέρα! Είπε μετά ώραν, αφηρημένος προς το θέαμα ο έφηβος, με παλμούς ανυπομονησίας καρτερών πότε ν' απολαύση εγγύτερον, να ψαύση την εύμορφον εκείνην ζωγραφίαν της αιχμαλώτου μητροπόλεως του Γένους. — Ινανμάσι γκελ ταμπάκ! Ετραγωδούσεν εκείνην την ώραν γλυκύτατα ο πωλητής του αφράτου μουχαλεμπιού από της υψηλής των Ψωμαθειών ακτής. — Σαν δεν πιστεύης έλα να ιδής!...

Την νύκτα δε της Πρωτομαγιάς, όλην την νύκτα, εις το επάνω πάτωμα, εχόρευον την «Καμάραν», τον εύμορφον αλυσιδωτόν χορόν, ελαφραί κόραι, πολλαί, πάμπολλαι. Ησθάνετο τους ελαφρούς των βηματισμούς, δειλούς, ως των πτηνών, και ήκουε την λεπτήν και γλυκείαν φωνίτσαν των, ως την ψελλίζουσαν του καλαμώνος αύραν.

Ο Οφφικιάλος είδον που έλαβε κάποιον πόνον διά τες δυστυχίες μου· έπειτα μου λέγει· στάσου με καλήν καρδίαν και έλα κοντά μου, και ογλήγορα θέλεις αλλάξει κατάστασιν. Εγώ τον ηκολούθησα, και με έφερε εις ένα εύμορφον οντά εις το παλάτι το βασιλικόν, και εκεί με ηρώτησε πώς ονομάζομαι, και πόσων χρόνων είμαι.

Και συ, ω Πάρη, πήγαινε. Και προετοιμασθήτε να νεκροσυνοδεύσετε το εύμορφον κορμί της. Μ' αυτό τας αμαρτίας σας ο Κύριος παιδεύει, και κλίνετε την κεφαλήν, να μη παραθυμώση. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Αι! ας πηγαίνωμεν κ' ημείς και τα λαλούμενά μας. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πηγαίνετε· πηγαίνετε καλά μου παλλικάρια, κ' εστράβωσαν τα πράγματα, καθώς παρατηρείτε. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Ας ήτον εις το χέρι μας να 'σιάσουν, παραμάνα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν