Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Βέρθερε, εσυνέχισε τότε . . . και η γυναίκα αυτή έφυγε πια! Θεέ! Όταν κάποτε σκέπτωμαι πως αφίνει κανείς να παίρνουν το αγαπητότατον ον της ζωής του, και κανένας δεν αισθάνεται τούτο τόσον πολύ παρά τα παιδιά, τα οποία επί πολύ ακόμη παραπονούντο πως οι μαύροι άνθρωποι επήραν τη μαμά! . . .

Έργα μιαρά θα βγουντο φως φανερωμένα, και αντην καρδιά της μέσα η γη τα 'χει κρυμμένα. Δωμάτιον εις το σπίτι τον ΠΟΛΩΝΙΟΥ Εισέρχονται ΛΑΕΡΤΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ. ΛΑΕΡΤΗΣ Τα πράγματά μου επήραν εις το πλοίο· χαίρε, ω αδελφή μου, και όταν οι άνεμοι βοηθήσουν και ξεκινά καράβι, μη κοιμάσαι, κάμε είδησιν από σε να λάβω. ΟΦΗΛΙΑ Και αμφιβάλλεις;

Δι' όλα ταύτα κατηγόρουν μεταξύ άλλων και τον Αλκιβιάδην· εκείνοι προ πάντων, οίτινες τον εμίσουν, επειδή τους ημπόδιζε να έχουν επί του πλήθους σημαντικήν επίδρασιν, επήραν με πολλήν προθυμίαν την πρόφασιν ταύτην.

Κ' εκείνην μεν οι Αχαιοί με το γοργό καράβι Την παντην Χρύσαν· και τον παν τον βασιλέα δώρα· Προτώρα δε απ' την σκηνήν οι κήρυκες μ' επήραν Την κόρην, 'πού οι Αχαιοί μ' έδωκαν του Βρισέως. Αλλά εσύ, αν δύνασαι, βοήθα το παιδί σου. Πήγαινε εις τον Όλυμπον, κ' ικέτευσε τον Δία, Αν την καρδιάν τον έκαμες μ' έργον ποτέ, ή λόγον.

Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάσητον πατέρα. κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι σιμάτον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, 'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, του στέρεου μεγάρου τουτον θυροπαραστάτη 120 το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, κ' έζωσ' ευθύςτους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125

Διά τούτο είχον πληρεξουσιότητα να ψάξουν όλα τα μανδριά και της στάνες και να εξετάσουν όλους τους βοσκούς του βουνού. Όθεν, διά καλόν και διά κακόν, επήραν μαζύ και της κάπες των.

Δεν μπορεί να είναι αλλοιώς, έλεγεν. Ο φονιάς πρέπει να ήταν μανισμένος μαζί του, και πρέπει να το ήξευρε. Αλλέως δεν μπορούσε να τον παραμονεύση αυτή την πρώτη την ημέρα, που πήρε την πόστα πάνου του. Είναι λοιπόν χωρίς άλλο χωριανός μας, ή κανείς από τα περίχωρα. Όταν επήραν αυτόν, που είχε πρώτα την πόστα, στην φυλακή, είπα πως έκαμεν ο Θεός κρίσι.

Αλλ' εναντίον βεβαίως της θελήσεώς μου τα δάκρυα επήραν δρόμον αφθόνως, ώστε σκεπάσας με τον μανδύαν το πρόσωπον έκλαια ελευθέρως τον εαυτόν μου, διότι δεν έκλαιον βεβαίως εκείνον, αλλά την κακήν μου τύχην, σκεπτόμενος ποίον άνδρα φίλον έχανα. Ο δε Κρίτων ακόμη προτήτερα από εμέ, επειδή δεν ήτο ικανός να κρατήση τα δάκρυα, εξήλθεν.

Άκουσ' αυτό που λέγει η αδελφή μου· επειδή αυτοί που κατορθώνουν με γνώσιν και με φρόνησιν ν' ακούουν τους θυμούς σου επήραν την απόφασιν ότείσαι γέρος, ώστε... Αλλ' άκουσέ την και αυτή γνωρίζει το τι κάμνει. ΛΗΡ Με τα σωστά σου ομιλείς; ΡΕΓ. Με όλα τα σωστά μου. Πενήντ' ακόλουθοι! Και πώς!

Ούτε λόγον ειμπόρεσα να κατακρατήσω κ' εγώ στο νου μου άλλον από τα γυρίσματα που συχνά συχνά ξανάλεγαν «Γκιολέκκα μορ Γκιολέκκα» και «ω μπυρ ω μπυρ Αλή-πασά». Και σαν απόστασαν ύστερα κομμένοι και καταϊδρωμένοι κι οι τρεις, τραβήχτηκαν από το χορό, κ' επήραν αράδααυτόν τα χωριατόπουλα μπάζοντες τώρα μια μια και πολλές από τες γυναίκες τους.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν