Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Το στήθος της συνεστέλλετο βεβαρημένον, η αναπνοή της διεκόπτετο, και η καρδία της οτέ μεν εκτύπα βιαίως ως σφύρα, οτέ δε εθρόει μόλις ως τρέμον φύλλον. Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις το πρόσωπον αυτής και πορφυρούν τας παρειάς της, μετ' ολίγον δε πάλιν φρικίασις αστραπιαία διέτρεχε τας ρίζας των τριχών αυτής και εψύχραινε τους κροτάφους της.

Όταν δε έφθασεν απέναντι των φυλάκων και πλησίον του κρεμαμένου σώματος, έσυρε προς εαυτόν δύο τρεις άκρας των ασκών και τους έλυσεν ενώ εκλονίζοντο· τότε ο οίνος ήρχισε να χύνεται, και αυτός εκτύπα την κεφαλήν του εκβάλλων μεγάλας φωνάς, ως να μη ήξευρε προς ποίον όνον να τρέξη πρώτον.

Την απώθει και την εκτύπα ο Στρατής, λυσσών εξ οργής, αλλ' αυτή δι' απελπιστικών προσπαθειών προσεκολλάτο επάνω του και τον ημπόδιζε να καταδιώξη τον Μανώλην. Όταν όμως ήκουσε τους προκλητικούς του λόγους, ο Στρατής της έδωκε βιαιότατον τίναγμα και την έστειλε να σωριασθή εις απόστασιν.

Αυτά είπ' ο Δεληγιάννης, και με θόρυβον εκτύπα Και εκύτταζ' ολοένα απ' της κλειδωνιάς την τρύπα, Για να ίδη, εάν όσα μετά τόλμης είπε τόσης Επροξένησαν στον Βίσμαρκ και τους άλλους εντυπώσεις. Και τωόντ' οι διπλωμάται, άμα ήκουσαν αυτή Την μεγάλη ρητορεία, τους επήγε ριπιτί.

Αυτήν δα την νύκτα που επέρασε, εν ώ ήτο ακόμη όρθρος βαθύς, ο Ιπποκράτης, ο υιός του Απολλοδώρου και αδελφός του Φάσωνος, εκτύπα πολύ δυνατά την θύραν με την ράβδον του, και, αφ' ου κάποιος του ήνοιξεν, επροχώρει μέσα βιαστικά και φωνάζων δυνατά έλεγε·Σωκράτη, είσαι έξυπνος ή κοιμάσαι; Και εγώ, επειδή εγνώρισα την φωνήν του, είσαι, είπα, ο Ιπποκράτης· μήπως, μας φέρεις καμμίαν νέαν είδησιν;

Δάσκαλε, εψέλλισε το παιδίον, &κάμνον το σχήμα& με τον δάκτυλον εις το ωτίον, την έχασα την &Αριστορία& μου. — Αμελή! κακοήθη! άτακτε! ωρμάθιασεν ο διδάσκαλος κ' εκοκκίνησε δι' ελαφρού ραπίσματος την παρειάν του μαθητού. Άλλοτε εκτύπα πολύ γερώτερα, έσπαζε μάλιστα βέργαις εις την ράχιν των παιδίων. Αλλ' αφότου ηρραβωνίσθη, δεν του ήρεσκε να κτυπά. Μετέβη εις τον δεύτερον.

Είπε και δίστομ' έσυρε χαλκόβαπτο μαχαίρι και με κραυγήν τρομακτικήν επάνω του επετάχθη· 80 και, 'ς την στιγμή 'που χύθ' αυτός, ο θείος Οδυσσέαςτο στήθος βέλος του 'ριξεν εις το βυζί πλησίον, και μες το σκότι πέρασε τ' ορμητικόν ακόντι. την μάχαιρα απόλυσε κ' έπεσε κυρτωμένος τρικλίζονταςτην τράπεζα, και τα φαγιά κ' η κούπα 85 χάμαι σκορπίσαν· εις την γη το μέτωπό του εκτύπα, οδύνην είχετην ψυχή κ' έσπρωχνε το θρονί του με τα δυο πόδια, και άπλωσετα μάτια του μαυρίλα.

Και η Σμάλτω εν τη παραζάλη της, μη έχουσα αλλού να εκσπάση την οργήν της κ' εν τω πόθω της προς ευρυτέραν τροπήν των σκέψεων της, επετίθετο κατ' αυτής και την εκτύπα διά των χειρών, επί του τοίχου πολλάκις, μετά σκληρότητος. — Κακοκέφαλο. . . . εσύ τα φταις!. .

Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα, τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος.

Ένας παχύς, καταστρόγγυλος παντοπώλης, ήνοιξε παρακάτω, προς στιγμήν, το παντοπωλείον του, έμβασε μέσα μίαν παρέαν φίλων, ων είς εκράτει εις χείρας κυδώνιον, και πάλιν έκλεισε. Παρακάτω ένας γέρων, βαστάζων μίαν χιλιάρικην, εκτύπα την θύραν οινοπωλείου να τω ανοίξουν, και τους οδόντας του κρυόνων, με ένα κοντά του Ρετσίνα σακκάκι.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν