United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έρριπτον το μικρόν αγκύριον, κατεβίβαζον οι ναύται τον ιστόν, διπλούντες αυτόν εν τω πανίω, και ησύχως μετά ταύτα εξεσφενδόνιζον επάνω εις τα υαλιστερά λαλαρίδια το φορτίον των, σάκκους τινάς πλήρεις, αλλά τοσούτον ελαφρούς ως να περιείχον άχυρον.

Ο Ρούντυ εκάθητο εκεί, όπως κάθεται μυίγα επάνω εις την ασθενή καλάμην αχύρου, που κάποτε πουλί, που έκτιζε την φωλιά του, το έχασε επάνω εις το χείλος υψηλής καπνοδόχου εργοστασίου· αλλά η μυίγα ημπορεί να πετάξη από εκεί, εάν το άχυρον διαλυθή· ο Ρούντυ όμως μόνον τον λαιμόν του ημπορεί να σπάση.

Το έν χαιρετά το αναγεννώμενον Πνεύμα διά των μαρμαρυγών του· το έτερον περιθάλπει μετά στοργής το τρυφερόν σώμα, και αποθέτει την ασθενή του θωπείαν. Το έν παρέχει το πρώτον ουράνιον φως· το έτερον παρέχει το πρώτον επίγειον θάλποςαδελφωμένα, το ελάχιστον μετά του μεγίστου, το άχυρον μετά του αστέρος!

Εις τας αυλάς επλανώντο εν πλήρει ανέσει αι όρνιθες, ανασκαλεύουσαι το άχυρον και την κόπρον προς ανεύρεσιν τροφής κ' αι πάπιαι ενήχοντο μακαρίως είς τι τέλμα παρά τους καλαμώνας, ενώ ο οικόσιτος χοίρος, σοβαρός αντιπρόσωπος του οικοδεσπότου, εγρύλλιζε περιφερόμενος ελεύθερος και ο αλέκτωρ με το αγέρωχον βάδισμά του, ανέτεινεν από καιρού εις καιρόν την κεφαλήν κ' ετόνιζε την βραχνήν λαλιάν του, ωσεί θέλων να διασαλπίση εις τα πέριξ την υπεροχήν του.

Και το Δαιμόνιόν μου απαντά μετά χλεύης: — Ναι· και ιδού ο λόγος, διά τον οποίον έν άχυρον ευτελές, δύναται να θεωρήται δικαίως ως πορφύρα, κατά λάθος άβαφος και ιδού ακόμη ο λόγος, δι' ον μία πορφύρα χωρίς αξίαν, δύναται να θεωρείται ως άχυρον, ερυθριών από εντροπήν!

Αυτοί τοξεύουν και ρίπτουν ακόντια, αλλά σεις δεν φοβείσθε να σας τρυπήσουν τα βέλη, διότι είσθε μαυρισμένοι από τον ήλιον και έχετε άφθονον αίμα• δεν είσθε άχυρον και σκόνη του αλωνιού σεις, ώστε να σας καταβάλλουν γρήγορα τα κτυπήματα, αλλά πολύ αργά και μόνον όταν φθάσουν εις πολύ βάθος τα τραύματα θα χύσετε ολίγον αίμα. Αυτά μου φαίνεται ότι λέγεις, εκτός αν δεν ενόησα καλά τους λόγους σου.

Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν φύλλον.

Εις θέσιν δε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του σταύλου, εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας! Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και άλλοτε πλησίον.

ΓΛΟΣΤ. Ω! Ας μου ήτο δυνατόν να σας συμφιλιώσω! ΛΗΡ Τι μου φουσκώνει την καρδιάν; Κάτω, καρδιά μου, κάτω! ΓΕΛΩΤ. Κράξε της καρδιάς σου, παππού, καθώς έκραζε η μαγείρισσα, όταν έβαζε τα χέλια ζωντανά μέσα εις την πίττα. Εκτυπούσε τα κεφάλια των με τον κόπανο και έκραζε « Κάτω, σιχαμένα, κάτω!» Ο αδελφός της ήτον, οπού από αγάπην διά το άλογό του, εβουτύρωνε το άχυρον.

Ο όνος εφαίνετο αναίσθητος εις όλους τους κτύπους όσους του έδιδεν εις τα νώτα ο αναβάτης, με την ράβδον του πρώτον, είτα με αυτό το σχοινίον του καπιστρίου. Εφαίνετο ότι δεν είχε φάγει καλά το χόρτον του ή το άχυρόν του, ή ότι ήτο αποφασισμένος να πεισμώση εκ παντός τρόπου τον αναβάτην. Όσον ούτος εκτύπα, τόσον οκνότερος εγίνετο εκείνος.