Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουλίου 2025


Και συγχρόνως με την φωνήν ως δι' ελατηρίου επήδησαν όρθια τα παλληκάρια, ετίναξαν με τας κεφαλάς τους δασείς τσαμπάδες των, εκίνησαν με το σώμα εις κλαγγήν τα τσαπράζιά των, ωσεί φοβεράν προειδοποίησιν προς τους εχθρούς, εσταυροκοπήθησαν κ' ευρέθησαν αίφνης όρθια μετά του γιγαντώδους αρχηγού των επί του εχθρικού προχώματος, ανήμεροι άγγελοι του φόνου και του ολέθρου.

Έζευξαν εις το ταραχώδες των άρμα έν έτι άλογον περιπλέον, εκάθισαν επ' αυτού ένα των σύντροφον, όστις σοβαρός και ατάραχος επιδεικνύει τας μέχρι μηρού γυμνάς και κιτρινοβαφείς ρωμαλέας του κνήμας, και αφού δι' ολίγων οκάδων ρητινίτου εκανόνισαν προσηκόντως την ψυχικήν των διάθεσιν, εκίνησαν θριαμβευτικοί, άδοντες και αλαλάζοντες, ουδόλως δε ανησυχούντες περί του παρισταμένου πλήθους, όπερ ουδέ να κυττάξωσι καν καταδέχονται.

Τότε εγώ ωσάν απλή, άκακη και χωρίς πονηρίαν έκλεινα εις το ζήτημα και εξεσκέπασα το ένα μάγουλον μόνον μέσα εις το εργαστήριόν του. Εκείνος ο αχρείος αντί να με φιλήση μόνον, με εδάγκασεν τόσον, που εκίνησαν τα αίματα· εγώ από τον πόνον, από τον φόβον και την εντροπήν εδειλίασα και έπεσα εις λιποθυμίαν.

Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι• κ' ευθύςτην γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360 κ' εκείνοι ομούτην αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους• «Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! ήσαν ολήμερα σκοποίταις ανεμώδεις άκραις, 365 κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος δεν ξενυχτούσαμετην γην, αλλάτο γοργό πλοίο επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση• κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370 αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375 αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη μ' οργή πολλή, θα σηκωθή καιόλους θα κηρύξη, πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις• και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380 κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεταιτην πόλι, ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390 με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».

Οι δε επτά Πέρσαι, αποφασίσαντες να κτυπήσωσι τους μάγους άνευ αναβολής, ευχήθησαν εις τους θεούς και εκίνησαν, μη γνωρίζοντες τίποτε εκ των περί τον Πρηξάσπη πραχθέντων.

Αι τρυφαί και ξεφαντώσεις εις ολίγον καιρόν με έκαμαν να λησμονήσω παντελώς τες κακουχίες που υπέφερα εις τα προηγούμενά μου ταξείδια· μάλιστα η ξεφαντωτική ζωή άρχισε να μου προξενή αηδίαν· ομοίως και η νεότης της ηλικίας και η υγιής κράσις μού εκίνησαν την όρεξι να ταξειδεύσω πάλιν διά να ιδώ νέους τόπους, πολιτείας, και άλλα ήθη· και κάμνοντας κάθε ετοιμασίαν ταξειδιού εις διάφορα είδη πραγματείας, και συμφωνήσας με άλλους πραγματευτάς, εμισεύσαμεν με ένα πλοίον, διά τα νησιά της εσωτερικής Ινδίας.

Εσταμάτησαν το λοιπόν εις αυτόν τον τόπον δύο τρεις ημέρες διά να ξεκουρασθούν και να λάβουν τες δύναμές τους, και, αφού εξεκουράσθηκαν καλά, εκίνησαν προς την πεδιάδα, ελπίζοντες ότι εκείνη θα τους φέρη εις κανένα τόπον κατοικημένον.

Οι Τούρκοι νομίζοντες ελευθέραν την διάβασιν, εκίνησαν προς το άλλο στρατόπεδον, όπου κατ' εκείνην την εποχήν ήτον και ο ίδιος Κιουταχής, αλλ' αντικρουσθέντες από τους ενεδρεύοντας εμποδίσθησαν ικανήν ώραν, τελευταίον όμως διέβησαν βιάσαντες τους ενεδρεύοντας ν' αφήσωσι την οποίαν εφύλαττον διάβασιν.

Μόλις επέστρεψαν οι Πελοποννήσιοι εκ της Αττικής, οι μεν Σπαρτιάται και οι πλησιέστεροι περίοικοι έσπευσαν προς βοήθειαν της Πύλου, οι δε άλλοι Λακεδαιμόνιοι, μόλις φθάσαντες από άλλην εκστρατείαν, εκίνησαν πολύ αργότερα.

Αυτά 'πε η κόρη του Διός, και ο λόγος της ακούσθη. και το νερό τους έχυσαν οι κήρυκεςτα χέρια. και αφού κρατήραις με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι, κ' έδωκανόλους απαρχήτα γεμιστά ποτήρια, 340το πυρ ταις γλώσσαις έρριξαν, και ορθοί λοιβαίς εχύσαν. και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, η Αθήνη και ο θεόμορφος Τηλέμαχος αντάμα εκίνησαν να πορευθούντο βαθουλό καράβι. και ο Νέστορας εκράτησεν εκείνους και τους είπε• 345

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν