United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Φύγε τώρα απ' εδώ· χαίρε. ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Εύχομαι να ευχαριστηθής πολύ από το φίδι. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Χαίρε. ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Πρέπει να μη λησμονής, ότι το φίδι θα ενεργήση σύμφωνα με το φυσικό του. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ναι, ναι· χαίρε. ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ. Μάθε ότι μόνον εις φρονίμους ανθρώπους πρέπει να εμπιστεύεται κανείς το φίδι, διότι, μα την αλήθειαν, δεν έχει μεγάλην καλωσύνην.

Τότε διέκρινε έξαφνα πράγμα, που ποτέ ακόμη δεν είχε ιδή εδώ· ένα καινούργιο χαμηλό σπίτι ήτο στηριγμένο εις τους βράχους.

— 'Σου είπα δεν είν' εδώ· επέμεινεν ούτος οργίλως. Ο Δημήτρης έτρεμεν όλος. Πριν φθάση εις το κατάστημα είχεν ίδη τον κυρ Γιάννη εντός του γραφείου του. Φαίνεται ότι και ούτος τον είδε και, υποθέτων ότι επήγαινε να ζητήση το οφειλόμενον ημεροδούλι του, το έδωσεν εις τον υπηρέτην και αυτός εκρύβη.

Κτύπα, κτύπα, κτύπα! — Ποίος είναι; — Θα ήναι, μα την πίστιν μου, κανείς ράπτης Άγγλος, κ' έρχεται εδώ διότι έκλεψε πανί από βράκαν Γαλλικήν . Έλα, ράπτη, να πυρώσης εδώ το σίδερό σου. Κτύπα, κτύπα! — Ησυχίαν δεν με αφίνουν! — Ποίος είσαι του λόγου σου;... Όμως κάμνει κρύον! Δεν είναι η κόλασις εδώ· εκεί κάμνει ζέστην.

Μπαμμπουμ εδώ· μπαμμπουμ! εκεί· φωνές, αντάρες, γέλοια, κακό! η χαρά ξεχείλιζε. Οι κολλήγοι πλάκωναν μπουλούκιαμπουλούκια παστρικαλλαγμένοι και καλόκαρδοι. Φέρνανε σφαχτά, φέρνανε ψωμιά, κουβαλούσαν φορτώματα κρασί ξεδιαλεγμένο. Μερικοί ωδηγούσαν βόδια ζωντανά, ταύρους άζευτους κι αμουνούχιστους· άλλοι άλογα βαρβάτα· άλλοι κριάρια χρυσοκέρατα.

Ίσως τις νομίση ότι λέγω ταύτα χάριν εμού και διά να μείνω εδώ· αλλά, ω βασιλεύ, σοι εκθέτω μεν την γνώμην ταύτην την οποίαν προς το συμφέρον σου ευρίσκω αρίστην, θα σε ακολουθήσω όμως μετά ταύτα και κατ' ουδένα τρόπον δεν θέλω μείνει.» Η γνώμη αύτη ήρεσε πολύ εις τον Δαρείον και απεκρίθη ως εξής· «Ξένε Λεσβίε, όταν επιστρέψω εις τον οίκον μου σώος και αβλαβής, παρουσιάσθητι αφεύκτως ενώπιόν μου και θα ανταμείψω γενναίως την καλήν συμβουλήν σου

Και εκεί που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη μου, εγώ στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε ένα σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει κανένα πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν ο δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά την αλήθειαν.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τον εαυτόν μου έχασα· δεν είμ' εδώ· Ρωμαίος δεν είν' αυτός που σου λαλεί· είναι αλλού εκείνος, ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ειπέ μου τώρα σοβαρά ποιαν αγαπάς; ΡΩΜΑΙΟΣ Τι θέλεις; Ν' αναστενάξω και να ‘πώ; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ν' αναστενάξης; όχι· πλην σοβαρά, ποια είν' αυτή 'που αγαπάς, ειπέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ ‘Πέ σοβαρά τον ασθενή να κάμη διαθήκην! 'Σ ένα που κείτεται βαρυά, βαρύς ο λόγος είναι.

Μαλτούλα, της λέγει η βασιλοπούλα, τρέξε να με βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον τρόπον που οι φύλακες ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που μόνον ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον εκστατική από εσένα εις το να εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν ημπορώ να καταλάβω με ποίον τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες δυσκολίες που είνε εις το να έμβη τινάς εδώ.

Αποχαιρέτησε σε λίγο τους δυο ξένους, αφού πρώτα τους φίλησε τρυφερά. Την επομένη ο Αγαθούλης έλαβε, μόλις ξύπνησε, μιαν επιστολή, που έλεγε τα εξής! « Κύριε πολυαγαπημένε μου. Δω κι' οχτώ μέρες είμαι άρρωστη σ' αυτήν εδώ την πόλη· μαθαίνω, πως είστε και σεις εδώ· θα πετούσα στην αγκαλιά σας, αν μπορούσα να κινηθώ.