United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί δεν είναι σαν το χαρέμι εκεί, να βλέπης κοιμισμένα κορμιά. Όλες γλυκοφέγγουν εκεί ζωντανές, λυγερές, και σπαρταριστές. Μια να τις έβλεπες, και θα μου έλεγες αμέσως: «Εγώ θα μείνω εδώ· δεν τ' αφίνω πια το χωριό». Όχι, φτάνει μας. Αλλού είναι η δουλειά μας τώρα. Την πηγή την είδαμε. Τα ήπιαμε τα κρουσταλλένια της τα νερά.

― «Ναι, τέτοιο είναι του Μπάμπουρα ή Φλάμπουρα το σπίτι, στο Μελένικο. Το είδα· λεν πως είναι 500 χρόνων». ― «Οι δρόμοι αυτοί είναι οι ίδιοι των Βυζαντινών. Οι Τούρκοι δεν τους έχουν αλλάξει. Αυτός όμως ο μεγάλος δρόμος· του Φαναριού, βλέπετε, είναι έξω από τα τείχη· πριν ήταν θάλασσα εδώ· ύστερα έγινε και ο δρόμος και τα σπίτια τούτα.

Όπως τους Μάγους οδήγησε κ' εμένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στην Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, στο ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ· παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν πατήσω στη θάλασσα.

Ο Λιάκος δεν έβγαλε μιλιά, μονάχα γύρισε τα μάτια του προς τον τοίχο, που κρέμουνταν το καρυοφύλλι του και το γιαταγάνι του. — Άιντε, ορέ μυλωνά, να μας φέρνης τη Λουλούδω, είπε γελούμενο το μπεόπουλο. Ο άτυχος πατέρας σ' αυτά τα λόγια, ένιωσε το μύλο του να γυρίζη σα σφοντήλι στα μάτια του. — Όπως ορίζης, μπέη μου, αποκρίθηκε, μα το κορίτσι, δεν είνε εδώ· πήγε χαράζοντας σε μια κουμπάρα μας.

Σωκράτης Υιέ του Απολλοδώρου, πόσην ευγνωμοσύνην σου χρεωστώ, διότι με παρεκίνησες να έλθω εδώ· διότι μεγάλην αξίαν αποδίδω εις εκείνα τα οποία ήκουσα από τον Πρωταγόραν. Εγώ βέβαια έως τώρα μεν ενόμιζον ότι δεν υπάρχει ανθρωπίνη επιμέλεια, διά της οποίας οι ενάρετοι να γίνωνται ενάρετοι· τώρα δε έχω πεισθή περί τούτου.

Μια Δύναμις, που δεν 'μπορεί κανείς να την νικήση, ανέτρεψε τα σχέδια και τους σκοπούς μας. Έλα! Νεκρός o άνδρας σου εδώ ‘ς την αγκαλιάν σου είναι· νεκρός κι' ο Πάρης. Φεύγωμεν. Θα σε τοποθετήσω εις μοναστήρι άγιον καλογρηών. Μη στέκης· μη μ' ερωτάς. — Eπλάκωσαν οι φύλακες! ω! έλα, γρήγορα, φύγε! Δεν τολμώ πλειότερον να μείνω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Πήγαινε, φύγε απ' εδώ· αλλά εγώ δεν φεύγω.

— Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων. — Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το Οστριανόν. Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου του φιλοσόφου.

Αυτό είνε έν υποκείμενον απαρομοίαστον, του αποκρίθηκα εγώ, που είνε αξία διά τον μεγαλύτερον βασιλέα του κόσμου. Αυτή ετούτην την νύκτα θέλει έλθει εδώ· εσύ θέλεις την ιδεί με τα μάτια σου, και θέλεις ειπεί την αλήθειαν αν δεν είνε έτσι. Ολίγον υστερότερα ήλθεν η Τζελίκα την οποίαν επαρακάλεσα να δεχθή να της συστήσω τον Φακύρην.

Αύτη άμα με είδε πάλιν να ξαναπάγω εκεί με εκύτταξε με βλέμμα φοβερόν, που μου επροξένησε φόβον, και άρχισε να μου λέγη· δυστυχισμένε, ύστερα από τόσους φοβερισμούς, που σου έκαμα, ακόμα τολμάς να φανής εδώ; φεύγα το λοιπόν ογλήγορα από εδώ· τώρα ευθύς κάνω και σε θανατώνουν.

Μα την αλήθειαν, καθώς εγώ νομίζω, σας είναι αδύνατον να εκλέξετε κανένα σοφώτερον από τον Πρωταγόραν απ' εδώ· εάν δε εκλέξετε μεν κανένα ο οποίος να μη είναι διόλου καλύτερος, είπετε δε ότι είναι καλύτερος, θ' απετέλει και τούτο προσβολήν εις τούτον εδώ, διότι θα ήτο ωσάν να εκλέγατε κριτήν ενός ανικάνου ανθρώπου· επειδή όσον αφορά εις εμέ αυτό δεν μ' ενδιαφέρει διόλου.