Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
— Βρε, σκοτίζει βλέπω· είπε με απορίαν· μα την αλήθεια! επρόσθεσε μειδιών, δεν 'πήγε χαμένος ο κόπος μου· τώδωσα και κατάλαβε. Κ' έφερε πάλιν μετά βίας τα χείλη εις την τρύπαν μετά πάθους. Η ησυχία αποκατέστη πάλιν.
Ειπέ του σε παρακαλώ, ότι είμαι υποτελής της τύχης του, και ότι παραδίδω εις αυτόν το μεγαλείον του οποίου εγένετο κύριος. Από ώρας εις ώραν μανθάνω το μάθημα της υποταγής, και ευχαρίστως θα έβλεπον αυτόν κατά πρόσωπον. ΠΡΟΚΛΗΙΟΣ. Θα του αναγγείλω ταύτα, αγαπητή κυρία. Παρηγορήθητι, διότι γνωρίζω ότι η κατάστασίς σου συνεκίνησε και εκείνον, όστις επιφέρει αυτήν.
Φτάνει που πίστευε πως εκειό που έκανε ήταν και σωστό. Τώρα είπε ναρνηθή το θάμα και τ' αρνήθηκε. Δε θα βγη από το σπίτι του, δε θα πάη πουθενά, δε θέλει να ιδή τίποτα!... Η συγκίνηση όμως του λαού τον ανησύχησε. Όσο πρόβαινε η μέρα, τόσο βασανιζότανε. Δυο ψυχές και δυο εποχές πάλαιβαν μέσα του.
Σύρε, κι' εγώ στον Πρίαμο μηνάω πως στα καράβια να πάει το λατρεμένο του παιδί να ξαγοράσει με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.» Έτσι είπε, κι' άκουσε η θεά, η Θέτη η λεφκοπόδα, 120 κι' οχ του Ελύμπου τις κορφές κατέβηκε πετώντας, και στην καλύβα απέ έφτασε του γιου της.
Τα φιλιά της ήσαν λιγώτερα, αλλά και διαρκέστερα κιόλα στο στόμα. Μου φάνηκαν ότι κέκαιγαν κ' αισθάνθηκα ότι τα μάγουλά μου άναψαν. Το Βαγγελιό γύρισε κείπε στη μητέρα μου γελαστή: — Εδά που μάκρυνε και μπορώ να τονε φτάνω, δίχως να σκύφτω, δεν κάνει μπλειο να τονε φιλιώ. Η μάνα μου δεν είπε τίποτε, ούτε και γέλασε.
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Πολύ καλά! ώρα καλή! το είπαμεν την πέμπτην. 'Σ την Ιουλιέταν πήγαινε, γυναίκα, πριν πλαγιάσης, κ' ειπέ της πότε γίνονται τα στεφανώματά της. — Καλήν σου νύκτα. — Φέρετε τον λύχνον μου επάνω! — Μα την ζωήν μου είν' αργά τόσον εξώρας είναι, ώστε κανένας κ' ενωρίς 'μπορεί να τ' ονομάση. Ο θάλαμος της Ιουλιέτας.
Εγώ τότε, Κρίτων, ως κεραυνόπληκτος από αυτό το επιχείρημα, έμεινα άναυδος και αναπολόγητος· ο δε Κτήσιππος ηθέλησε να έλθη εις βοήθειάν μου και ανέκραξε· — Πυππάξ, ω Ηράκλεις! τι θαυμασία λογική! — Και ο Διονυσόδωρος. — Τι; είπεν· ο Ηρακλής είναι πύππαξ, ή ο πύππαξ Ηρακλής; — Και ο Κτήσιππος, — Ω θεέ μου, είπε, τι φοβερά σοφία! αποσύρομαι και εγώ· αυτοί οι άνθρωποι είναι ακαταμάχητοι.
Έτυπτον τα στήθη των, και έπληττον τον αέρα με τους θρήνους των, εωσότου ο Ιησούς Αυτός κατεσίγασε τας οξείας κραυγάς των διά λόγων πανδήμου νουθεσίας. Στραφείς προς αυτάς, είπε, «Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ' Εμοί, κλαίετε δε μάλλον εφ' εαυταίς και επί τοις τέκνοις υμών. Ότι ιδού, ημέραι έρχονται εν αις ερούσι, Μακάριαι αι στείραι και γαστέρες αι ουκ έτεκον, και μαζοί οι ουκ εθήλασαν.
Επάνω σου να πέσουν οι πεθαμένοι!» «Μου φαίνεται πως εσύ είσαι εκείνη που έκανε μάγια στον ντον Πρέντου.» «Εάν το θελήσω, παντρεύομαι ακόμη και τον ντον Πρέντου», είπε η Γκριζέντα, ανασηκώνοντας με έπαρση το τραγικό και παιδικό συνάμα πρόσωπό της, «όμως έχω άλλα στο μυαλό μου εγώ!» Η Νατόλια την κοίταζε και την λυπόταν.
Μόλις δε τοις απέτεινα δύο τρεις λέξεις εις την γλώσσαν των, και ήρχισαν να με πληρώσιν ευχών κι’ ευλογιών, επαίνων κ' εγκοσμίων με τας γνωστάς εκείνας υπερβολάς της τουρκικής εθιμοτυπίας. Αλλ' η μήτηρ μου διακόψασα τον χείμαρρον της ρητορικής αυτών αποτόμως: — Τώρα καθήστε, είπε, να διούμε τι θα κάνουμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν