Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
— Λοιπόν, είπεν ο αρχαίος θεός, ήρθεν η ώρα να πεθάνω. Το γέλιο του Λουκιανού ακούγεται στον Όλυμπο. Αφού όμως αυτό είνε το θέλημά σου, ώ άνθρωπε, τι μπορώ να κάμω; Είσαι το υπέρτατο Ον που πλάττει κι' αφανίζει — και τίποτε δε μπορεί να γλυτώση απ' την καταστροφή όταν αποφασίσης να το λησμονήσης. Εμείς οι Θεοί το ξέρομε!
Κάθηται, εγείρεται, κρατεί βιβλίον χωρίς ν' αναγινώσκη, πηγαινοέρχεται, γελά και κλαίει. Είχεν αποφασίσει την υπερτάτην θυσίαν και είνε εκτός εαυτής. Διότι το βήμα το οποίον απεφάσισε, δεν είνε εις θέσιν να είπη αν τη προξενή αγαλλίασιν ή φρίκην! τόσον τα δύο ταύτα αισθήματα συγχέονται. Ο σύζυγος απουσιάζει δι' υποθέσεις του και είνε εντελώς ελευθέρα.
Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη.
— Καταραμένο το νερό που τωδινες, παιδί μου, Κάθε βραδειά! ... Τα στήθηα του αντί να του δροσίζη, Του τάκαιγε κατόκαρδα, κ' ήταν η φλόγα ... αγάπη! Είνε της μάγισσας παιδί, κ' είν' ακουστός ο Ήλιος, Που τόπον απερπάτητο τη μέρα δεν αφίνει... Όπου αν κρυφτής θε να σε βρη...Θε μου! νεράιδα κάμ' την, Νάχη τη μέρα 'ςτά νερά — κατάβαθα παλάτια. Κι' όταν αυτός θα χάνεται, να βγαίνη αυτή 'ςτήν Πλάση!...
ΣΩΚΡ. Είνε θαλάσσιον πτηνόν, ω Χαιρεφών, το οποίον ονομάζεται Αλκυών και το οποίον αιωνίως θρηνολογεί και κλαίει.
Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση. Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε· — Ποίος είνε; — Άνοιξε, Αϊμά. Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν.
Έκτοτε δε έπαυσε να το μεταχειρίζεται ως ανδριάντα, πιστεύων ότι εκείνος ο οποίος κατηγορεί την ηδονήν και επαινεί τας κακοπαθείας, λόγοισι χαίρει, τον δε νουν εκείσ' έχει. Ετελείωσα• υμείς δε τώρα αποφασίσετε. ΣΤΟΑ. Όχι ακόμη, αλλ' επιτρέψατε να του απευθύνω ολίγας ερωτήσεις. ΕΠΙΚ. Ερώτησε και θ' απαντήσω. ΣΤΟΑ. Νομίζεις ότι η σκληραγωγία είνε τι κακόν; ΕΠΙΚ. Μάλιστα. ΣΤΟΑ. Η ηδονή δε καλόν;
ΕΡΜ. Αλλά δεν την είδες, Μένιππε, αυτήν την γυναίκα όταν έζη• διότι και συ θα έλεγες τότε ότι δεν είνε αδικαιολόγητον τοιήδ' αμφί γυναικί πολύν χρόνον άλγεα πάσχειν• αφού και όταν ίδη κανείς ξηρά τα άνθη και αποχρωματισμένα, θα του φάνουν άσχημα, ενώ όταν είνε δροσερά και διατηρούν το χρώμα των φαίνονται ωραιότατα.
Και ο πατέρας όμως της αρρεβωνιασμένης κοπέλλας είνε άνθρωπος με χαραχτήρα, με δύναμι, με θέλησι· έχει φίλο και τον Δήμαρχο και είνε άγνωστο τι θαγενή. Δύο μεγαλόσωμα, μελιτόχρωμα, ωμορφοκαμωμένα βώδια, ήταν ζεμμένα στο αλέτρι του γέρω Μήτρου. Βροχούλα ψιλή είχε πέση τη νύχτα και ο γέρος αποφάσισε να οργώση.
Το Τελώνιον με θυμόν της λέγει· ψεύδεσαι, τίνος είνε το τσεκούρι και τα παπούτσια εκείνα; Λέγει η βασιλοπούλα· εγώ ούτε τα είδα, ούτε ηξεύρω τίνος είνε· ίσως με την ορμήν που ήλθες τα έφερες μαζί σου, χωρίς να καταλάβης. Μετά ταύτα δεν ήκουσα άλλο, παρά κλαυθμούς και οδυρμούς της βασιλοπούλας που αλύπητα την έδερνε, και ευθύς έφυγα μακράν απ' εκεί.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν