Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφινε να διαβάση. «... Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται...» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κ' έκλεισε τα μάτια του. Πώς του ήρθε να γίνη παπάς; Ούτ' αυτός δεν το καταλάβαινε.
— Πας, πουλάκι μ', ν' πης τ' παπά σ', να πάρη το πετραχήλι του, νάρθη εδώ;... Να πάρη, πες, και το ευχολόγιο μαζύ του... ξορκισμούς πρέπει να διαβάση. Η μικρή δεν επερίμενε να επικυρώση την διαταγήν η διδασκάλισσα. Πάραυτα έτρεξε προς την θύραν. Η Ευανθία, ως ναρκωμένη, δεν είπε τίποτε. Μόνον όταν η παιδίσκη εξήλθεν, εστράφη προς την γερόντισσαν και της είπε·
Κι αυτός δεν ξέρει ακόμα τα τρία κακά της Μοίρας του. — Όχι, μην το λες, είπε η γριά. Μην το λες, δεν ξέρει. Και πώς σπέρνουν έμαθε και πώς φυτεύουν και πώς τρυγάνε και πώς θερίζουν, ναι. Όλες τις δουλειές του κόσμου τις ξέρει. — Αυτά δε χρειάζονται· δεν είνε για τη θέση του. Να, εδώ είνε η δουλειά του. Να πάρη να διαβάση, να φωτισθή· να μάθη πώς ήταν μια φορά οι δικοί μας.
Ο Βάραγγας απελπίσθηκε. Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια· είχε και τον κόσμο. Όποιος τον έβλεπε πρώτο λόγο είχε να τον ερώτηση: — Ε, τι μαντάτα; Είχες κάνα χαμπέρι από τον γαμπρό σου; Άρχισε να θυμώνη. — Θα με κάμουν να μη βγω πια στο δρόμο! εσυλλογίσθηκε. Όταν όμως ελάβαινε γράμμα έτρεχε να το διάβαση στον καφενέ, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες να το ακούσουν όλοι.
Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.
Αποτότε κ' ύστερα, καθετόσο ο παπάς, που επήγαινε να διαβάση στο κοιμητήρι, σαν εδιάβαινε από του Λίακα τον τάφο μπροστά, έβλεπε στην ίδια θέση πάντα, το ίδιο σκυλί, κατακόκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Τήραε τον παπά άγριο, άνοιγε το στόμα του να γρούξη, έδειχνε τα φοβερά του δόντια απειλητικά, και γένεται άνεμος κ' έσβυνε, γένεται μπουχός κ' εχάθη.
Πέρασε πρόπερσι ένας γέρος από δω, και τ' αφήκε. Δεν ήθελε να πη μήτε πούθε ήρθε, μήτε πού πήγαινε. Είταν αμίλητος κι ακόντευτος. Ξήγησε μόνο στον Ηγούμενο πως αυτά είναι τα χερόγραφά του, κι όποιος περαστικός επιθυμεί ας τα διαβάση, κι όποιος τα διαβάση από την αρχή ως το τέλος και του αρέσουν, μπορεί και να τα πάρη μαζί του. — Και δεν τα διάβασε κανένας ως τώρα; — Κανένας.
Μπορεί να το μάθη μόνο στα βιβλία, σαν που το μάθαμε όλοι μας· μ' άλλα λόγια, αν τύχη και το πη σήμερα ο λαός, δεν το λέει γιατί τάκουσε κατεφτείας από τους αρχαίους — το διάβασε τυπωμένο και το λέει. Μα στα βιβλία ό τι θέλει κανείς κι όποιος θέλει μπορεί να διαβάση.
Όσο ξακολουθούσε το γιόμισμα των βουτσελλών, γένονταν στον ανήφορο μια γραμμή από φορτωμένες γυναίκες βουτσέλλες με νερό. Ανηφορούσαν αργά-αργά τον δρόμο, που βγαίνει στο Μικρό-Χωριό. Υστερνή είταν η μικρομάνα εκείνη, πούχε να διαβάση τα σκουτιά του παιδιού της.
— Έχει τον αριθμόν 10, αλλά δεν ξέρομε τι είδους μονέδα να είνε, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολοννάτα ή δέκα..... Διεκόπη. Παρ' ολίγον να έλεγε «δέκα λίρες». — Να φωνάξουμε το δάσκαλο, εμορμύρισεν ο κυρ-Μαργαρίτης· ίσως εκείνος ξεύρει να το διάβαση. Τι γλώσσα να είνε τάχα ;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν