Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Είπε, κι' ο γέρος χάρηκε και τ' απαντάει διο λόγια 424 «Δε μετανιώνει ο άθρωπος ποτές του αν τιμημένα 425 προσφέρνει δώρα στους θεούς, τι δα — η καλή του η ώρα! — κι' ο γιος μου μες στον πύργο μας ποτές δε λησμονούσε τους τρισμακάριστους θεούς π' απ' τα ουράνια βλέπουν, και δες, του το μνημόνεψαν και σαν τον βρήκε ο χάρος.

Το βάπτισμα ήτο κανονικώτατον, αφού τα δυο ονόματα παρουσίαζαν ελαχίστην διαφοράν. Αγλαΐα και Αχλαδία το ίδιο ήτο. Έτσι και η Παναγία ωνομάζετο πότε Μαριάμ και πότε Μαρία και ο Μωυσής ελέγετο και Μωσής. Και θριαμβεύων ο παπάς ανεφώνησε: — Δες μας λες πως κη ΠαναγίαΘε μου, συχώρεσέ μουκι ο Μωυσής ήσανε κακοβαφτισμένοι, για να φανής σωστός φαρμασώνης;

Θα το πω της Φροσύνης να της την πατήση την τσιμπιά. »Στον τρύγο, στον τρύγο! Πάει ο ώμος μου, σήκωνε σήκωνε κόφες! Δόξα νάχη ο Θεός πούφαγα πάλι σταφύλι! Όχι σαν κι αυτά που πουλώ! Να, μωρέ παλιοεγγλέζοι, σταφύλι, να φάτε και να καταλάβετε γλύκα! Δες τες, δες τες! Κ' οι δυο τους οι σουσουράδες πώς πατούνε σταφύλια στη γούρνα! Και δος του η μάννα νανακατεύη αλευριά!

« — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα. » — Η ζήλια απ' την αγάπη, » Πούχασένα, Ανθή, εγώ » Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό » Του γλύστρησε απ' το μάτι.» « 'Σ το λόγο του λιπόθυμη » Πως έπεσα μου 'φάνη· » Κ' εξύπνησα λαχταριστή. » Για δες ιδέα ζαλιστή » Ονείρατα που φκιάνει.» « Η καρδία μου θα πάλλη πάντοτε υπέρ της ΗπείρουΒαλαωρίτης

Ο Καίσαρ μάτωσε της εκκλησίας τον κρίνο.. Όμως αυτός δεν θα δειλιάση και ο καθείς μας να του μοιάση πρέπει, γιατί από τη φθορά στην αφθαρσία θε να περάσωμε και θα ντυθούμε την αθανασία. Από τάφον ανοιγμένο λες και βγαίνει η φωνή της, Για δες πως σειέται σαν καλάμι το κορμί της. ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ. Και τώρα δε θέλω ν' αγνοήτε όπως και οι άλλοι την αλήθεια την μεγάλη.

Κι' αυτό φθάνει Με τον καιρό θα μ' αγαπήσης. Τι νάκανα λοιπόν; Μα τώρα πούχω χρήματα. Ω! τώρα, είμαι δική σου, Κώστα. Κ ώ σ τ α ς. Είναι αργά τώρα πειά Ελένη. Εγώ δεν ανήκω πειά εις τον εαυτόν μου. Ε λ έ ν η. Για δες τα μάτια μου. Πειά άλλη ξέρει να σε βλέπη έτσι; Πειά να αγαπά όπως εγώ. Κ ώ σ τ α ς. Μόνον εσύ! Ναι! το ξέρω. Μόνο συ είσαι καμωμένη για μένα και γω για σένα.

«Δες, έτσι το ψωμί, λαέ, σου δίνουν», τινάζεται άγρια και φωνάζει ο νιος· το στόμα του χέρια βαριά του κλείνουν, κάτω: «ψωμί, ψωμίβογκά ο λαός. «Σκορπίστε τους!» ο άρχοντας προστάζει, και στους γονατισμένους τα σπαθιά χιμούν, χτυπούν τυφλά, το αίμα στάζει, γεμίζουν τον αέρα βογκητά.

Για δες ο δρόμος πώς στρώθηκε στα πλάγια του με πράσινη χλωρασιά, με κόκκινες παπαρούνες και με άσπρες μεταξένιες ανεμώνες. Για δες οι μυγδαλιές βαρειά ανθισμένες, άσπρες τριανταφυλλένιες, πώς περιμένουν το καμαρωτό σου τ' ανάστημα να τινάξουν απάνω του τα άνθια τους και πέρα οι αγράμπελες να στεφανώσουν τα παιδικά σου στήθη, τη φαρδειά σου μαύρη ζώνη με το χρυσό της κρίκο.

Δες και συ τον κόσμο μια φορά καλό, μες 'στη μαύρη λύπη σκόρπισε χαρά, ήσυχο εμπρός σου κύτταξε γιαλό, άνοιξι, λουλούδια, κι' όχι συμφορά. Τους πενθίμους στίχους ξέσχισε και κάψε, άρχισε να πίνης κι' όλο να γελάς, πετακτά τραγούδια και αλέγρα γράψε, πες και συ πως πάει πρίμα η Ελλάς.

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δες είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν