Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή: — Τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα εψιθύρισαν δειλά: — Έχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.
Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, το δικό του είχε μιαν αρσενικιά μυρωδιά από ιδρώτα, από επιδερμίδα καμένη από τον ήλιο, από κρασί και ταμπάκο, το δικό της ένα άρωμα κλεισούρας, λεβάντας και δακρύων. «Νοέμι», είπε δειλά κα με τρόπο τραχύ, βγάζοντας το καπέλο και ξαναφορώντας το, «εάν με χρειάζεστε να μου το πείτε. Τι έγινε;»
Το ποτόν καθαρόν Θεραπεύει τα φύλλα, Κ' όπου άφησε το χόρτον Ευρίσκει ρόδα ο ήλιος Και μυρωδίαν. Ούτω υπό τους δακτύλους σας Η ελικώνειος λύρα, Τρέμει, και τ' άνθη αμάραντα Της αρετής γεμίζουσι Πάσαν καρδίαν. Όχι πατέρες, τύραννοι· Όχι άνθρωποι και τέκνα, Αλλά δειλά και αναίσθητα Ποίμνια τον κύκλον ήθελον Τρέξειν του βίου.
Κάτι για να τη ζηλέψουμε τότε και την εμφάνιση του Βιζυηνού, ονομαστού από τότε για μένα ποιητή, πολύ περισσότερο προχωρημένου από μας, που μόλις τότε, δειλά τολμούσαμε τα πρώτα μας βήματα να δοκιμάσουμε, και στην εργασία μας και στη φήμη μας.
— Τι ήτανε πάλι τούτο, Γιώργη μου; — Τι νάτανε! είπε κείνος ξερά και πάσχιζε να χαμογελάση. Μα το χαμόγελο ανακατώθηκε μ' ένα ζάρωμα πόνου ολόγυρα στα μάτια του. — Πώς καταλαβαίνεις τον εαυτό σου τώρα; ξαναείπ' εκείνη δειλά, πασχίζοντας να του πάρη ένα λόγο, σαν να τον ήθελε για παρηγοριά. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του. — Δε μου μιλάς, Γιώργη μου;
Όταν αυτά γίνωνται ορμητικώτερα από το ορθόν μέτρον και μας φαίνωνται σκληρότερα κάπως, τα ονομάζομεν περιφρονητικά και μανιώδη, τα δε βραδύτερα και τα μαλακώτερα περισσότερον από το πρέπον τα λέγομεν δειλά και βλακώδη.
Εκείνη ύψωσε δειλά την κεφαλήν και το βλέμμα . . . Ο Κλέων έρρηξε κραυγήν άλγους . . . . Ενώπιόν του ίστατο η σύζυγός του, ή μάλλον ένας σκελετός ρακένδυτος, εμπνέων οίκτον . . . . Έκαμεν έν βήμα εμπρός ακόμη, αλλοφρονών και τείνων τας χείρας, ως ενώπιον φάσματος . . . . Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα, στιγμαί αγωνίας, καθ' ας ο Κλέων εζήτει να συγκρατήση τας σκέψεις του . . .
Η υπηρέτρια που μ' άκουσε κάτι να μουρμουρίζω, κοντοστάθηκε και ξαναείπε δειλά: — Μη βιάζεσαι, αφέντη. Αυτός, που σε γυρεύει, δεν είνε και πολύ κύριος... Δε βρήκα ούτε τη δύναμι να γελάσω. Πέρασα βιαστικά τα ρούχα μου και βγήκα στο γραφείο. Προτιμούσα να με είχε ξυπνήσει ο χαλασμός του κόσμου, απ' το υποκείμενο, που παρουσιάστηκε πρωί-πρωί, μπροστά στα μάτια μου. — Εδώ είμαστε πάλι!
Οι δάσκαλοι τότε γύρισαν κατά το Ρήγα και δειλά — δειλά του είπαν: «Αφέντη, βασιλιά μου, μάταια πασχίζεις. Το παιδί σου δεν βλέπει, παραπέρα από τη μύτη του. Κρίμα τα έξοδά σου και κρίμα τους κόπους μας». Τα μάτια του Ρήγα στα λόγια αυτά βουρκώσανε. Γέμισε τους δασκάλους φλουριά και τους είπε: «Πηγαίνετε στο καλό. Το βλέπω και μοναχός μου. Οι μάγοι και οι σοφοί με γέλασαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν