United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον αντάμωσε το Μιχάλη στο χτήμα μεσημέρι γυρισμένο, τώρα και δυο ώρες. Στάθηκε ομπρός του, αμίλητος πάντα, πάντα ολότρεμος. Τον αγνάντευε κατά πρόσωπο με ματιά κρύα, σουβλερή, ανατριχιάρικη, σα Χάρου ματιά. — Τι έπαθες, 'βρέ Δημήτρη; μπας και δεν είσαι καλά; ρωτάει ο Μιχάλης. — Έλα παραόξω και σου λέω, αποκρίνεται ο Δημήτρης γοργά και μισοπνιγμένα.

Κι άμα το μυρίστηκαν πως είτανε δυνατώτεροι και πιώτεροι, τους ρίχτηκαν αλύπητα τους βαρβάρους. Ήρθε τότες και του Τύφου η ώρα. Δικάζεται, απομαρτυριούνται οι συνωμοσίες του με το Γαϊνά, και φυλακίζεται. Κι α δε θανατώθηκε, το χρωστούσε στον αδερφό του τον Αυρηλιανό, γυρισμένο τώρα στην Πόλη, που είχε φύγει για να γλυτώση από του αδερφού του τον κατατρεγμό.

Και τη στιγμή αυτή μου φάνηκε μικρό κι ανάξιο να δοκιμάσω να οδηγήσω ή να επηρρεάσω τη θλίψη της. Την έσυρα μόνο κοντά μου κ' είπα: — Κλάψε κοντά μου! Κλάψε όσο θέλης! Μη βιάζης τον εαυτό σου! Νομίζεις πως και γω δε λυπούμαι όσο και συ; Τα δάκρυα της πλημμυρίσανε τα μάτια κι όμως το πρόσωπό της, που είτανε γυρισμένο σε μένα, έλαμπε τόσο από χαρά, σα να της ήρθε η μεγαλήτερη ευτυχία.

Ξεδοντιασμένο κι’ άχαρο και μέσα γυρισμένο Τόσο, που λίγο θέλανε να γλυκοφιληθούνε Το σεβλερό πηγούνι της με την κυρτή της μύτη. Το κοπιασμένο της κορμί σ’ ένα ραβδί κουμπούσε Κι’ απάνω από τ’ ακάθαρτο και τρύπιο της φακιόλι Πετούσαν έξω σύσκλυδα τα κάτασπρα μαλλιά της.... Λέγει στο Γιάννο : — Τι έπαθες; τι δυστυχία σ’ ηύρε.

Ένας τους στάθηκε στη μέση του δρόμου και κατάβρεξε τη σκόνη- Η Λιόλια στριμωγνόταν κοντά στο Νίκο-είχε βαρειά καρδιά. . . Όταν βγήκανε στου Μακρυγιάννη, τους έζωσε το πηχτό σκοτάδι κ' η ερημιά Κρύωνε η Λιόλια, έτρεμε η ψυχή της. . πήγαιν' ένα βήμα πιο πίσω απ’ το Νίκο τώρα. . . Δε μιλούσαν ολότελα : ό,τι είχανε να πουν, τόπανε στο χορό με τα μάτια τους. . κι αυτά πούχαν ειπωμένα, τώρα τους έκλειναν το στόμαόσο κοντεύανε σπίτι, ανάσαιναν πιο βαθιά κ' οι δυο τους, σα λαχανιασμένοι-ίσως νάτον απ’ τον ανήφορο και το πολύ τρεχιό ! Λίγο πριν να φθάσουνε στην πόρτα τους, καθώς ήτανε βουτηγμένοι στο σκοτάδι και στη βουνίσια μοναξιά, ο Νίκος έξαφνα, γύρισε, έπιασε τη Λιόλια απ’ το κεφάλι και τη φίλησε- . . Στην κάμαρη το καντήλι ήρεμο έφεγγε κ' έρριχνε μια γλυκειά θλίψη απάνω στο γαλάζιο ατλάζένιο πάπλωμα. . . Της Βεργινίας το πρόσωπο ήτονε γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά.

Χαρές που θα κάνη η Κυρία Ουρανία!-να το δης που θε νάρθη μονάχη της να σ’ ευχαριστήση, γιατί το λυπήθηκε πολύ που δεν ήρθε, εξ αιτίας των λουλουδιών. . . Έλα Κυρ Νίκο μου, άιντε Λιόλια παιδί μου, τ’ είσ’ έτσι νερόβραστη σήμερα !; Πάρ' το σαλάκι σου για το κεφάλι- δε θες καπέλλο. . .Μα να μου φέρετε όμορφα λουλούδια, για να ευχαριστηθή η Κυρία Ουρανία. . θέλει λέει και μερικά με το χώμα- «πάνε μόνες» τα λένε να τα βάλη στα πιάτα. . . Χωρίς να μιλήση ο Νίκος, πήρε το καπέλλο του απ' το καρφί που το κρέμαγε πάντα. . και πήγε κατά την πόρτα . . . Η Λιόλια, με το πρόσωπο γυρισμένο απ’ την άλλη μεριά, τίναξε τις κλωστές απ' την ποδίτσα της κ' έβγαλε κι ακκούμπησε τα κλειδιά πάνω στον κομμό. . έπειτα φόρεσε άλλο ένα σκούρο πολκάκι αποπάνω και πήρε και το σαλάκι της το ροζ στο χέρι.