United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά μίαν στιγμήν ο Πέτρος εξήλθεν από την σκιάν μιας καμπής της οδού, επλησίασεν, έσβυσε με την κιμωλίαν το μαύρο σημάδι από την θύραν του Νικολάκη του Κουνιέλη, εχάραξε μαύρον εις την αυλόπορταν του Γιάννη του Τζαφέρη κ' έφυγεν.

Πίσω από ποια βουνά Θε μου! νάχουν κρυφτή οι δυο νέοι που ονειρεύτηκαν οι δυο γρηές αδερφές στο πλευρό των; Πίσω από ποιά βουνά; Άλογο που δεν κουράζεται και δε διψάει ποτέ θα τους πηγαίνει μακρυά. Πάντα θ' αλαργεύουνδε θα πλησιάσουν ποτέμήτε τη νύχτα πλέον του ΆιΓιάννηπάντα θ' αλαργεύουν πέρα σ' άλλα βουνά και πάλι σ' άλλα βουνά. ..

Ούτε στα πούπουλα μέσα δε θάκανα τέτοιον ύπνο. Ο δυστυχισμένος! Μόνος του θέλει να δώση παρηγοριά στον εαυτό του, έλεγα μέσα μου. Με κύτταξε στα μάτια. — Ε! πάλι καλά! του είπα. Ο Θεός είνε μεγάλος, πολυεύσπλαχνος, κανένα δεν αφίνει. Ήσουνα καλός άνθρωπος, Καπετάν Γιάννη, άνθρωπο ποτέ σου δεν έβλαψες, θα σε συχωρέση ο Θεός. Έκανες το κακό στην κακή την ώρα, μετανόησες.

Οι παλαιότεροι, μια φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με ανάμπαιγμα: — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα.

— 'Σ εσένα πέφτει ο κλήρος, παιδί μου Γιάννη, είπεν αποτεινόμενος προς τον Μπουκώσην. Σύρε να γεμίσης τα δυο σταμνιά, νάχης την ευκή του παπά μας, και σε καρτερούμε, δεν τρώμε... Πάρε και μια αναμμένη λαμπάδα να βλέπης στο δρόμο, και πάτει γερά, ώμορφα ώμορφα... να μη σπάσης τα σταμνιά, και το πάθης σαν το τραγούδι που λένε... και μας αφήσης κ' εμάς χωρίς νερό.

Και εχαιρέτα ο ιερεύς τους χωρικούς. «— Καλή 'μέρα, Κυρ Γιάννη. — Ώρα καλή, κυρά Θάναινα. — Η ευχή σου, παππά μουΠροφανώς είχον πάντες διάθεσιν δι' εκτενεστέραν συνδιάλεξιν, αλλ' ο παππάς εβιάζετο.

Ο Καπετάν Πρέκας δεν πήγε από το θέλημα του Θεού. Σκοτώθηκε μοναχός του! Και κτυπούσε τη γροθιά του απάνω στο τραπέζι του μαγαζιού ο Γιάννης ο Μακαρίτης. Το «Μακαρίτης» ήτανε παρατσούκλι, που τούχε κολλήσει από χρόνια του Γιάννη του Σκαρπαλέντζου. Κανένας δεν τον γνώριζε πια με ταληθινό του τόνομα. Ο Γιάννης ο Καλαφάτης κι' ο Γιάννης ο Μακαρίτης! Έτσι τον ξέρανε.

Ούτω πως ανετράφη ο Στάμος, ο υιός του Γιάννη Καβούλη, ο «πεντάρφανος». Και σήμερον, όταν επρόκειτο να τον νυμφεύσουν, εφιλονείκησαν τόσον κακά αι δύο του θείαι. Εν τούτοις, το μέρος το οποίον ήθελεν η θεια η Καβούλαινα ήτο καλόν και ήρεσκεν εις αυτόν τον νέον.

Το Γιάννη το Νυφιώτη, και τον Αργύρη της Μυλωνούς, τους έκλεισε το χιόνι απάν' στο Κάστρο, τ'μ πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο· τ' ακούσατε;

Τότε είδα κεγώ το Βαγγελιό να κλαίη· αλλ' αν κη λύπη της πρόδιδε αγάπη για το Γιάννη, μέκαμε να τη συμπαθήσω περισσότερο κιακόμη να μου γίνη πειο μισητός ο Γιάννης. Τα χρόνια περνούσαν, το Βαγγελιό δεν παντρευότανε κεγώ εξακολουθούσα να την αγαπώ. Έτσι έγινα οχτώ ετών, έφτασα στα δέκα.