Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Η υπόθεσις του επομένου στιχουργήματος εύρηται εν ταις σημειώσεσι του τετάρτου άσματος. Σελ. 182 υπό την επιγραφήν «Αστραπόγιαννος — Λαμπέτης.» »Λαμπέτη, εδείλιασα!... Τα σωθικά μου Άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό. Νεκρά 'ς το σκάνδαλο τα δάχτυλά μου Βλέπεις επάγωσαν... Δος μου νερό...» »Λαμπέτη, εσβύστηκα... Ώραν την ώρα Φεύγ' ανυπόμονη, πετά η ψυχή.
Γιατί, αποκρίνεται, δυο μέρες πολεμήσατε και κεφάλι δεν είδα να σηκώσετε... Τότες θύμωσα κι εγώ και τούπα: Πες του, μωρέ, πως τα ρωμαίικα κεφάλια αξίζουν και δε πααίνουνε χαμένα μ' ένα δράμι μπαρούτι κι ένα βόλι. Να! που σας είπα για τον πόλεμο, μωρέ παιδιά.
Κι' αν δε με μεταϊδήτε, Δεν θέλω να με κλάψετε, θέλω σαν πολεμάτε Την πρώτη σας την τουφεκιά, το πρώτο σας το βόλι Για μένα να το ρίχνετε, για την ψυχή του Διάκου. Εφιληθήκανε και οι τρεις. Τα χείλη του Θανάση Ελουλουδίζανε χαρά, σπιθοβολούν τα μάτια.
Ο Μουσταφάμπεης περιερχόμενος και εμψυχώνων τους Τούρκους, επήγεν εις έν μέρος, το οποίον εκτυπάτο συνεχέστερον από τους Έλληνας, και διά να ενθαρρύνη τους εν αυτώ εκάθισε και ετουφέκιζεν ο ίδιος, αλλά μη προφυλαττόμενος όσον έπρεπε πληγώνεται εις την κεφαλήν από βόλι Ελληνικόν, το οποίον, ως ερχόμενον από μακρινόν μέρος, δεν εφάνη κατ' αρχάς θανατηφόρον, το κρύος όμως και η έλλειψις των αναγκαίων και της ανηκούσης περιποιήσεως το κατέστησαν τοιούτον, ώστε οι Τούρκοι, αν και ο Κεχαγιάμπεης τους ενεθάρρυνεν, ότι είν' αδύνατον να μην φθάση βοήθεια παρά του Κιουταχή, και τους παρεκάλει να επιμείνωσιν ολίγον ακόμη εις τα δεινά, δεν είχον πλέον προθυμίαν να υπακούσωσιν· ήτον δε τω όντι τρομερά η κατάστασίς των.
Αντρίκια, γυναικίσια, παιδιακίσια, και γέρικα. Τάβλεπε ο Μιχάλης συλλογισμένος και τα χείλη του κρυφοσφύριζαν. Ρώταγε άραγες η ψυχή του σαν πόσα κόκκαλα εκεί μέσα τα είχε το βόλι σκισμένα; δεν το ρώταγε; Θεός το ξέρει. Τα χείλη του χαμηλοσφύριζαν όμως. Ίσως το γνωστικό εκείνο το σφύριγμα που σκεπάζει κάποτες βαθιούς στοχασμούς και βαθύτερους πόνους. Εκεί απάνω τονε φωνάζει ο Πανάγος.
Την ώραν πού τους ετουφεκοβολούσαν τ' αποσπάσματα, ελλοχεύον όπισθεν πυκνών θάμνων και βράχων το παλληκάρι εκείνο της Ρούμελης, ίσως διότι το ταμπούρι του τού εφαίνετο πολύ ασφαλές, τις οίδε τι είχε σκεφθή, ή τι σοβαρόν είδεν, ή τι αστείον ήκουσε παρά τινος γείτονος συντρόφου του, κ' εγέλασεν, όπως οι άνθρωποι γελούν. Συγχρόνως, εν ακαρεί, του ήλθε το βόλι.
« Για ακούστε, λέγει, αδέλφια μου, » Και τη 'δική μου νειότη. » Ταις μάναις, όσαις έκαμα » Μες 'ς τη ζωή μου όλη, » Και 'ς τη στερνή πώς μ' έφαγε » Το φλογισμένο βόλι. » Το πρώτο μου πολέμησα «'Σ το έρμο το Κομπότι.»
Τούχα γνωρίση 'ς τ' 'Αγραφα... Πούσαι καϋμένε, Δίπλα, Να ιδής που δεν εβράχνιασεν ο λάρυγγάς του ακόμα!.. Έψησ', εμαύρισε καρδιαίς... Θα εδάγκασε κουφάρι.. Το βόλι δεν εδιάβηκε ... Γονάτισ' ένας ... πέφτει... Καλή αρχή... ματώθηκαν... ανάφτει το γεφύρι... Πώς πολεμούνε τα σκυλιά!... Διάκε; ...καπνός... δε βλέπω. — Καλήτερα για σένανε.
« Καραϊσκάκη! κύταξε » Το μαύρο μέτωπό μου, » Και παρατήρα τη βολή, » Που μ' έκαμε το βόλι, » Και άκουσέ με να σου πω, » Εις τη ζωή μου όλη » Πόσαις φοραίς πολέμησα » Τον άνομο εχθρό μου.» «Πρώτα, πρώτα πολέμησα «'Σ το Σούλι, 'ς την πατρίδα. » Και 'ς τους Κουμτζάδες ύστερα, » Στα πέντε τα Πηγάδια, » Κ' εκεί ς' τα Γιάννινα σιμά » Γέμισαν τα λαγκάδια. » Με γενιτσαροπτώματα. » Εκεί! τον Άρη είδα.»
Σε η Ελλάς ευγνώμων Ως φίλον μεγαλόψυχον Ζητεί να στεφανώση, Ως παρηγορητήν της, Ως ευεργέτην. Σηκώσου, ω Βύρων ... φίλε Σηκώσου . . . λάβε, ω μέγα, Λάβε το δώρον, ύμνησον Του Σταυρού τους θριάμβους Και της Ελλάδος· Αι! των θνητών η ελπίδες Ως ελαφρά διαλύονται Όνειρα βρέφους· χάνονται Ως λεπτόν βόλι εις άπειρον Βάθος πελάγου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν