Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
Η φοβερά ταραχή με έκαμε να χάσω το κρασί, και να καταλάβω το σφάλμα που έκαμα, όμως αργά· και λέγω της βασιλοπούλας, τι δηλοί αυτός ο σεισμός και οι βροντές; Αυτή όλη τρέμουσα χωρίς να στοχασθή τον κίνδυνον εις τον οποίον ευρίσκετο, αλλοίμονον εις εσέ, μου λέγει, γρήγορα φεύγα, διότι είνε χαμένη η ζωή σου εις ταύτην την στιγμήν.
Και χωρίς αργοπορίαν ετσάκισα εις κομμάτια τον καθρέπτην και ευθύς εσείσθη όλον το παλάτι εκείνο, και εσχίσθη, με μίαν ταραχήν ωσάν βροντές και αστραπές.
Και τελειώνοντας τούτο το θηριώδες δείπνον, ανεχώρησεν υποκάτω εις μίαν καμάραν, και εκεί επλάγιασε διά να κοιμηθή· και όταν απεκοιμήθη ερόγχιζε τόσον δυνατά, που εφαίνετο ωσάν βροντές το ρόγχισμά του, και σχεδόν ηκούετο έως πενήντα μίλια δρόμον και εκοιμήθη έως την αυγήν έτσι ρογχίζοντας τόσον που αχολογούσαν όλα τα βουνά ολόγυρα.
Μ' άξαφνα πέρα από τα βάθη τ' ουρανού, σκούρα συγνεφάκια άρχισαν να ξεμυτίζουν να προβάλλουν περισσότερο. Σε λίγο ο ήλιος αυτός κρύφτηκε στα σύγνεφα, μαύρες, μαύρες σκιές απλώθηκαν στην εξοχή. Αστραπές και βροντές ακούστηκαν. Σε μισή ώρα η όμορφη εξοχή, οι κόποι και τα βάσανα των χωρικών η σταφίδα τους η πολυβασανισμένη, όλα, όλα χόρευαν μέσα στη νεροποντή τ' ουρανού.
Το Σεπτέμβρη ανέβηκαν στο βουνό Γκονάρε. Ο καιρός ήταν πάλι κακός, με βίαιες καταιγίδες. Ρυάκια με θολά νερά χάραζαν τις πλαγιές, κάτω απλώνονταν τα παραμορφωμένα από τον άνεμο δάση, και όλο το βουνό σκιρτούσε από τις βροντές. Οι πιστοί όμως δεν το έβαζαν κάτω.
Ήθελε να τους δείξη με το λόγο του ποιοι ήταν εκείνοι και ποιος ήταν αυτός. Άρχισε λοιπόν να υμνολογή τη γενιά του. Είπε για τους Ευμορφόπουλους· για την καταγωγή, για τη δόξα, για την τέχνη τους. Ό,τι κατόρθωμα σημαντικό από χιλιάδες χρόνια είχε η γενιά το ανάφερε με βροντές και πάταγο. Όχι μόνον τα σημαντικά μα και τα ελάχιστα.
Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη.
Εις το γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους του, τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον που έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και φοβερές βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος του κόσμου.
Εγώ, δεν είτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μοναχή μου. Μαγείρευα το φαεί, κ' έκλωθα, σαν καληώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πας στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κ' η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες!
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Αυτές όπου κυλιώνται με βροντές. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Άνθρωπε τολμηρότατε! πες μου τον τρόπο πάλι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σαν παίρνουνε πολύ νερό, κ' έχουνε βια μεγάλη να κινηθούν, γκρεμίζονται χωρίς να το θελήσουν γεμάτες από τη βροχή• κι' αφού λοιπόν κυλίσουν απάνω η μια στην άλλη, σκάζουν ευθύς και γίνονται οι βρόντοι οι μεγάλοι. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και πώς θα το πιστέψω αυτό;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν