Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Και οι δύο εχαιρέτισαν τον αιπόλον, φέροντες την χείρα εις το στήθος, είτα εις το μέτωπον. Ο είς των δύο ξένων, ο πρεσβύτερος, αποταθείς προς τον αγρότην είπε με λαρυγγώδη σκληράν φωνήν εις ελληνοβάρβαρον ακατανόητον γλώσσαν· Ο αιπόλος δεν ενόησε γρυ. Ο βοσκός τότε ήρχισε να εννοή ότι τον ηρώτησαν τον δρόμον τον άγοντα εις το Κάστρον.
Ημέραν τινά βοσκός τις απώλεσεν επί των ορέων της Λακωνικής ερίφιόν τι εκ της αγέλης του. Αναζητών αυτό μεταξύ των φαράγγων και δρυμών, έφθασεν εις κρημνώδες τι μέρος, δι' ου δεν είχεν άλλοτε διαβή, και παρετήρησεν ότι το έδαφος εκρότει υποκώφως υπό τους πόδας του. Ερευνήσας μετά προσοχής ανεκάλυψε βαθείαν οπήν κρυπτομένην υπό τινας θάμνους. Έρριψε λίθον· μόλις ήκουσε τον κρότον της πτώσεως.
Όντας μου τάλλεε βολετό δεν ήταν πέτρα να ήμουν; — Τους ελυπήθηκε ο Θεός γιατ' ήταν νιοι κ' οι δυο τους Κ' έτσ' έγεινε ο βοσκός πουλί κ' η κόρη αυτείνα η πέτρα.
Κ' εγεννήθη αίφνης εις την Σμάλτω η αμφιβολία μήπως δεν ήτο ο Μήτρος παρά άλλος τις βοσκός πέραν, εις έτερον αγρόν. Πλην το αύλημα ηκούετο ερχόμενον από της απέναντι σκιάδος καθαρά καθαρά, ωσεί επιμένον να φανερώση την εκεί παρουσίαν του.
— Αχ! ανεστέναξεν εκείνος μέσα εις τον σάκκον. Τόσον νέος και πηγαίνω εις τον ουρανόν! — Κ' εγώ ο πτωχός, είπεν ο βοσκός, εγήρασα και δεν ημπόρεσα ακόμη να υπάγω εις τον ουρανόν. — Αν θέλης να τον ιδής, είπεν ο μικρός Κλώσος, άνοιξε τον σάκκον να έβγω εγώ να έμβης συ, και να υπάγης εις τον ουρανόν.
ΒΑΤΤΟΣ Και μένα μ' είπε η μάννα μου κι από τον Πολυδεύκη πιο δυνατό. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' επήγ' εκεί μ' ένα σκερπάνι· πήρε μαζί του είκοσι πρόβατα. ΒΑΤΤΟΣ Αν είν' αλήθεια τούτα, ο Μίλων τότε θα μπορή και λύκους να λυσσάξη. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' εδώ οι δαμαλοπούλες του με μουγκρυτά τον κράζουν. ΒΑΤΤΟΣ Κακός βοσκός τις έλαχε· δυστυχισμένες πούνε! ΚΟΡΥΔΩΝ Αλήθεια· κι ούτε θέλουνε σαν πρώτα να βοσκήσουν.
Τους χτύπησε της χαραγής το παγερό τ' αέρι Και ξαστερώσαν ξάνοιξαν οι μαύροι λογισμοί τους. Τότες θυμήθηκε ο βοσκός τα ζωντανά, τη στάνη, Κι' αφίνει ευτίς τη σπηλιά με τ' απαλό το στρώμα Και την πανώρια αγάπη του με τα γλυκά φιλιά της, Με τ' άσπρο, το μεστό κορμί, τη λιγερή τη μέση Και την ολόθερμη αγκαλιά που χάρηκε όλη νύχτα. Όμως το γρέκι του αδειανό κ' έρμη τη μάντρα βρίσκει.
Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη. Κι όταν πια είχαν περάσει δυο χρόνια, βοσκός από γειτονικά χτήματα, που τον έλεγαν Δρύαντα, ενώ έβοσκε, βρίσκει κι αυτός κατά τύχη παρόμοια πράγματα και βλέπει τα ίδια.
Τρεις άνδρες, ο Περηφανάκιας, ο άλλος βοσκός, όστις ήτο ο Ντάνας, ο συμπέθερος της θειά-Αρετώς, και ο Αγκούτσας, όστις δεν εμνησικάκει διά την απόρριψιν της προσφοράς του, κρατούντες σφιγκτά το σχοινίον, εκαλουμάρισαν σιγά-σιγά τον Στάθην εις το ιλιγγιώδες κενόν, εις τον τρομακτικόν κρημνόν, εις την αιώραν της αβύσσου. Ό Στάθης είχεν ωχριάσει κατ' αρχάς.
Την στιγμήν εκείνην ο πρώτος λαλήσας, όστις ήτο αυτός εκείνος, όστις μετά του γέρω-Σολμάν, του λαλούντος την ελληνοβάρβαρον, είχεν ερωτήσει το πρωί τον αιπόλον περί της οδού της αγούσης εις το φρούριον, έστρεψε το βλέμμα προς τον σωρόν, ον απετέλει ο δέσμιος βοσκός κείμενος παρά τινα σχοίνον. — Τι είν' αυτό; είπε. Και κύψας εξήτασε το πρόσωπον του αιπόλου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν