Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Ο βοσκός, ο σύζυγος της λεχούς, και ο σύντροφός του, ο αδελφός εκείνης — οίτινες τώρα μόλις είχον έλθει με το κοπάδι από το πέραν Μέγα ρεύμα, όπου είχον οδηγήσει εις το υπήνεμον τα πρόβατα — τους επερίμεναν. — Έρχονται, έρχονται! — Είναι κι' ο παπάς μαζύ.
Δεν υπήρξε βοσκός όστις να μη διωρισθή τελωνοφύλαξ, ούτε αγρότης όστις να μη προεχειρίσθη εις υγειονομοσταθμάρχην. Τότε είδομεν πρώτην φοράν κ' εδώ εις την νήσον λιμενάρχην φουστανελάν. Ο εκ της γείτονος επαρχίας υπουργός, μας τον είχε στείλει ως δείγμα περίεργον υπαλλήλου.
— Τι να πω κ' εγώ, παπά-Κονόμε. Εγώ την είδα τρεις φοραίς την Κουκκίτσα. Άλλο τίποτε δεν ξέρω... Είπεν ο βοσκός σαν με εντροπήν, Ο παπά-Κονόμος ετοιμάζετο ήδη να απέλθη και ηγέρθη να προσκυνήση. Αλλ' αίφνης ριπαί ανέμου ηκούσθησαν από τον πευκώνα έξω, όστις εσείσθη ακαριαίως όλος.
Αλλ' ενώ περιμέναμε, φάνηκε από ψηλά ένας βοσκός χριστιανός και φώναξε: — Δάσκαλε, αι δάσκαλε! Είντα κάθεσ' ατουδά κιο Χόντζας πήε πλεια πάνω με τα Τουρκάκια; Είνε στον Άη Γιάννη. Τα ψαλιδωτά γένια, ανατρίχιασαν. Ο δάσκαλος μουρμούρισε μια βρισιά, έπειτα γύρισε και μας είπεν, ως θα μας έδιδε το παράγγελμα «Γεμίστε!». — Πάρετε πέτρες!
Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη 275 π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει, και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο, κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει· έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι 280 κινούσαν με τους Αίιδες στον πόλεμο να πάνε, θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι.
— Για 'με το λες; ηρώτησεν αίφνης, στραφείσα προς τον Μήτρον εν όλη τη αίγλη της μελαχρινής καλλονής της. — Ναι· κατένευσεν ο βοσκός χωρίς να διακόψη το αύλημα. — Κακά κάνεις. Ω! βεβαίως, πολύ κακά έκαμνεν ο βοσκός να παίζη με τόσην τέχνην. Αλλ' έκαμνε χειρότερα η Σμάλτω, ήτις ηκροάτο ακόμη του αυλήματος, το οποίον βαθμηδόν βαθμηθόν ανυψούτο εις τόνον περιπαθείας υπερνέφελον.
Ήμην πλαγιασμένος εις ένα ίσκιον, άφινα τας αίγας μου να βόσκουν, κ' εσφύριζα ένα ήχον, ένα άσμα του βουνού αιπολικόν. Δεν εξεύρω πώς της ήλθε να μου φωνάξη· — Έτσι όλο τραγουδείς! . . . Δεν σ' άκουσα ποτέ μου να παίζης το σουραύλι! . . . βοσκός και να μην έχη σουραύλι, σαν παράξενο μου φαίνεται! . . . Μόνον ηξεύρω ότι μου έστειλε δι' αμοιβήν ολίγα ξηρά σύκα, κ' ένα τάσι γεμάτο πετμέζι.
— Ε! απ' το Κάστρο! ε! πορτάρη! Ουδεμία φωνή απήντησεν. Ο βοσκός έκραξε με όσην δύναμιν είχε, διά της κεφαλικωτέρας και βραχνοτέρας φωνής του· — Ε! πορτάρη! ε! απ' την Ταράτσα! ε! απ' το Κιόσι!
Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα· μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήση καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τάχανε κέκανε σαν αγριότραγος που κυττάζει από πού να φύγη.
Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, 'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305 αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση•
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν