Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

Σωκράτης Πώς όχι; Φαίδρος Εκεί και σκιά είναι και φυσά ολίγον, και χλόη υπάρχει να καθίσωμεν ή να γύρωμεν εάν θέλωμεν. Σωκράτης Μπορείς να προχωρήσης. Φαίδρος Ειπέ μου, Σωκράτη, δεν λέγουν ότι από αυτό εδώ κάπου το μέρος ο Βορέας απήγαγε την Ωρείθυιαν; Σωκράτης Ναι, το λέγουν.

Λέγουσι προσέτι και τα εξής. Αφού ο Ιάσων ετελείωσε την κατασκευήν της Αργούς εις τους πρόποδας του Πηλίου όρους, έθεσεν εντός αυτής την προσδιωρισμένην εκατόμβην και ένα τρίποδα χάλκινον· ακολούθως περιέπλεε την Πελοπόννησον, θέλων να έλθη εις τους Δελφούς· ότε δε περιπλέων έφθασεν εις τον Μαλέαν, ο βορέας άνεμος τον παρέσυρε προς την Λιβύαν, και πριν γνωρίση την γην ταύτην, έπεσεν εις τας υφάλους της Τριτωνίδος λίμνης.

Νέε θνητέ, τω είπε, βλέπεις ότι σε θεωρώ μετ' οίκτου; Οφείλω να σοι είπω την αλήθειαν. Χείλη Νύμφης δεν πρέπει να ψεύδωνται. Παραφροσύνη είνε ο έρως, ον έχεις συλλάβει δι' εμέ. Η φύσις των θνητών ανθρώπων ομοιάζει με το ξύλινον εκείνον κέλυφος, όπερ οι αδελφοί μου Βορέας και Αργέστης συνέτριψαν προ μικρού επί τινος βράχου, εξ ης καταστροφής εγώ συνήνεσα εξ οίκτου προσκαίρως να σωθής.

Η ημέρα ήτο μάλλον δροσερά ως εκ του πνέοντος βορείου ανέμου· επί της κορυφής δε του λόφου ο βορέας εφύσα μάλλον ψυχρός, και την προσέγγισιν του χειμώνος αισθαντικώς υπενθύμιζεν. Ότε επί του λόφου εφθάσαμεν, ο λαμπρός δίσκος του ηλίου επλησίαζε να κρυφθή υπό τον ορίζοντα, ο δε Γεροστάθης επροκάλεσε την προσοχήν μας επί του μεγαλοπρεπούς τούτου φαινομένου.

Αλλά προς πραγματοποίησιν της γλυκυτάτης αυτής ελπίδος, ας μη παύωμεν και την αρετήν σταθερώς εργαζόμενοι, και διά της παιδείας και της φιλοπονίας εξασκούντες και αυξάνοντες τας δυνάμεις ημών επ' αγαθώ της φίλης πατρίδος. Εν τούτοις ο βορέας εξηκολούθει πνέων σφοδρότερος, και το ψύχος εγίνετο δριμύτερον.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν