Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Πλην τι μ' ωφέλει, Βέρα μου, ο άπειρος σου έρως; τι μ' ωφελούσαν στεναγμοί και βλέμματα γλυκά, αφού εγώ ο αμαθής, κι' αν εγινόμουν γέρος, ποτέ δεν θα κατώρθωνα να μάθω Ρωσσικά; Ω! αν εις την μαγείρισσα δεν μ' έμελε για γλώσσα, για 'σένα ελαχτάριζα τα Ρούσσικα να ξέρω . . . μ' αισθήματα το στήθος μου να ξεχειλίζη τόσα, και ούτε λέξι να 'μπορώ αγάπης να προφέρω; Πώς να μην ήναι, έλεγα, όλη η γη Ελλάς; ή καν εγώ να ήξευρα όλας της γης τας γλώσσας, τι κατακτήσεις καρδιών θα έκαμνα πολλάς, τι Ρούσσικα αισθήματα θα έλεγα της Ρώσσας!
― Άδειαν να πουλήσω εις τα χωρία την πραγματείαν μου. Εκεί Αράπης οπλοφόρος πλησιάζει τον Αγάν με την χείρα επί του στήθους και την κεφαλήν προς το έδαφος. ― Αγά μου, λέγει, ο νέος αυτός φορεί υποδήματα φραγκικά και θα είναι κατάσκοπος. Και δεικνύει διά της μαύρης χειρός του τους πόδας μου. Εστράφησαν προς αυτούς οι οφθαλμοί όλοι και τα ιδικά μου συγχρόνως βλέμματα.
— Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος. Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν μελαγχολικά βλέμματα. — Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή. — Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν; . . . — Εκείνη απήντησε μετά πραότητος: — Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν. Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν.
Απόδειξις δε της επιρροής ταύτης των εικόνων έστωσαν αι σύζυγοι των Εβραίων τραπεζιτών της Πρωσσίας, αίτινες από πρωίας μέχρι νυκτός μετρώσαι τάληρα και φλωρία, φέροντα την προτομήν του βασιλέως Γουλιέλμου, τίκτουσι τέκνα τοσούτον ομοιάζοντα τω μονάρχη, ώστε δικαίως επωνομάσθη πατήρ των υπηκόων του . Αλλά πλην του κάλλους των γυναικών εθαύμαζον τα δύο τέκνα της Άρκτου και την ασυνήθη αυτοίς σεμνότητα των παρθένων, αίτινες περιτυλιγμέναι εις τους μακρούς πέπλους των συνεσφίγγοντο παρά την μητρικήν πλευράν, ως ξίφος παρά τον μηρόν στρατιώτου, τα δε βλέμματα αυτών αντί να μοιράζωσιν ως αντίδωρον εις τους διαβάτας προσήλουν εις την γην, ίνα αποφύγωσι τους λάκκους και τας παρεκτροπάς, ερυθριώσαι οσάκις έσειεν ο άνεμος τας πτυχάς της εσθήτος των και κατά πάντα διάφοροι των σημερινών κορασίδων, αι οποίαι τοσούτον ομοιάζουσα υπάνδρους γυναίκας, ώστε απορεί τις τίνος ένεκα ζητούσι δι' αυτάς σύζυγον οι πατέρες.
Αλλά κρυφίως εδοκίμασα και την αμβροσίαν και το νέκταρ• διότι ο καλός Γανυμήδης εκ φιλανθρωπίας, οσάκις ο Ζευς έστρεφεν αλλού τα βλέμματα του, εγέμιζε και μου έδιδεν ένα ή δύο ποτήρια με νέκταρ.
Από της ημέρας εκείνης οι Τούρκοι εγένοντο επιθετικώτεροι. Αίμα εισέτι δεν εχύνετο, αλλ' αι ύβρεις, αι απειλαί, τα βλοσυρά βλέμματα, η επίδειξις των όπλων, ήσαν προοίμια επίφοβα της επερχομένης καταιγίδος. Διότι τα πράγματα εδεινούντο, και εξηπλούτο η επανάστασις.
Εάν λοιπόν δεν έχουν εισέλθει πρότερον εις τας ασχολίας τας σχετιζομένας με τον τοιούτον ερωτά των, τότε επιδίδονται μανθάνοντες ό,τι δύνανται από τους άλλους και ιδικάς των δυνάμεις μεταχειριζόμενοι, αναζητούντες ν' ανευρίσκωσι μόνοι των τας φυσικάς ιδιότητας του ιδικού των θεού, λαμβάνουσιν εν τέλει σαφή γνώσιν, διότι αναγκάζονται να έχωσιν αδιακόπως τα βλέμματά των προς τον θεόν, και εγγίζοντες τον θεόν διά της αναμνήσεως λαμβάνουσιν ενθουσιώντες τα ήθη και τας συνηθείας, καθ' όσον είναι δυνατόν εις τον άνθρωπον να μετάσχη της θείας φύσεως· και την αιτίαν τούτων των ευτυχών μεταβολών αποδίδοντες εις τον ερώμενον έτι περισσότερον τον αγαπώσι, και, εάν ο Ζευς είναι η θεία πηγή, εξ ης αντλούσι την έμπνευσίν των, διαχύνοντες αυτήν, καθώς αι Βάκχαι , επάνω εις την ψυχήν του ερωμένου, αφομοιούσιν αυτήν όσον το δυνατόν τελειότερον με την θεότητα την ιδικήν των.
Διατί συνεκεντρούτο τόσον εις αυτήν ολόκληρος η ψυχή μου; Διατί μου έπνιγε τον λαιμόν η πλημμύρα της λύπης; Τι κοινόν μεταξύ εκείνης κ' εμού; Διατί τα θολά βλέμματά μου προσηλούντο εις μόνην της ωχράς της μορφής την απούσαν εικόνα; Ω! πώς ηυχόμην να κοπάση η τρικυμία! Ησθανόμην ότι χάριν της θα έδιδα κατ' εκείνην την στιγμήν το παν διά να επέλθη η γαλήνη.
Η θύρα η αντικρύζουσα εις την αυτοκρατορικήν εξέδραν έτριξεν επί των στροφέων της και εκ του στομίου του σκοτεινού εξήλθεν εις την κονίστραν ο Λιγειεύς Ούρσος. Ο γίγας εκάμμυε τους οφθαλμούς θαμβωμένος. Επροχώρησε μέχρι του κέντρου και τα περιστρεφόμενα βλέμματά του εζήτουν να ίδουν ποίον θα είχεν αντιπαλαιστήν.
Αλλά δεν ετόλμα να ερωτήση. Διέβαινε μόνον προ του καφενείου, του οποίου την εργασίαν είχεν αναλάβη ο Αστρονόμος, και έρριπτε λαθραία βλέμματα μέσα. Την ημέραν εκείνην θα την είδεν ο Νικολάκης να περάση πλέον ή δεκάκις· και έλεγε: — Μωρέ σα μυγιασμένη κάνει σήμερο η Αλογόμυγια. Είντα διάολο 'χει: Παρακούζουλή 'τονε πάντα τση, μα 'δα καμπόσο καιρό θαρρώ πως τσ' ήστρηψε ολότελα η βίδα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν