United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τέλος πάντων μετά τον θάνατον του βασιλέως και της βασιλίσσης, το βασιλόπουλον έλαβε τον θρόνον του πατρός του, και εβασίλευσεν ευτυχισμένα εις την Κίναν· η δε βασιλοπούλα επήγεν εις το νησί Χαρμοστάν και εβασίλευσεν εκεί, έως που έγινε γυναίκα του μεγάλου Προφήτου Σολομώντος.

Οπόταν ο πατέρας μου το στέρξη διά να με αφήση, του είπεν η Βασιλοπούλα, εγώ είμαι έτοιμη να υπακούσω εις την θέλησιν του Καισάγια, μ' όλον πού τέτοιο ταξείδι είνε εναντίον της ορέξεώς μου.

Ω ωραιοτάτη βασιλοπούλα, εφώναξεν ο Δερβύσης, η απόφασις εις την οποίαν σε βλέπω, μου δίδει περισσοτέραν δύναμιν και καρδιά· θέλω το λοιπόν ή να λάβω μίαν δόξαν αθάνατον ή να χαθώ· μείνατε αυτού το λοιπόν, και αν εις διάστημα μιας ώρας δεν γυρίσω, θέλει είνε σημείον πως δεν απόλαυσα το ποθούμενον και στοχασθήτε με διά χαμένον.

Η ξωτικές λυούν τους πλεκτούς χορούς των Και χάνονταιτα ρέμματα, κι' οπίσω τους αχούς των Ακόμ' αντιλαλούν η οχθιές. Απ' όλες μια μονάχη Είδε την κόρη οπώκλαιγε και την ρωτάει τι νάχη. Τον μυστικό τον πόνο της η κόρη φανερώνει. — Βασιλοπούλα, άδικα κλαις· γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεταιτον Άσπρο, μα τα μάτια μας, Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας.

Ο Δερβίσης λοιπόν εκεί που εθεωρούσεν αυτόν τον εύμορφον τόπον, αιφνιδίως άλλαξεν η όψις του, και έγινεν ωσάν νεκρού. Η βασιλοπούλα και η βάγια της, φοβισμένες διά μίαν τοιαύτην μεταβολήν του εζήτησαν το αίτιον.

Ο Καρούχ, δεν ημπόρεσε να ακούση αυτήν την ιστορίαν, χωρίς ν' αγροικήση, κάποιαν σύγχυσιν εις το πνεύμα του, και του ήλθε εις τον νουν, ότι αυτή η βασιλοπούλα είναι εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, πως έφευγε τους άνδρας και τους εμισούσεν· όθεν έλαβε χαράν και θλίψιν· χαράν, επειδή και έμαθε τέλος πάντων ποία ήτον εκείνη που του έτρωσε την καρδίαν, και θλίψιν, ακούοντας την σληροκαρδίαν που είχεν εναντίον εις τους άνδρας, και που με κανένα τρόπον δεν ήθελε να ακούση υπανδρείαν, το οποίον πράγμα τον έβανε εις μέγαν φόβον· πως δεν θέλει λάβει το ποθούμενον όθεν άρχιζε πάλιν να δίδεται εις νέαν μελαγχολίαν· Εγώ όμως βλέποντάς τον έτσι, ευθύς του είπα· ω ακριβό μου βασιλόπουλο, μην φοβάσαι τίποτε· η ευτυχία σου είνε βεβαία, επειδή και τώρα ηξεύρομεν με τι υποκείμενον έχομεν να κάμωμεν· διά τούτο άφησε να κάμω εγώ, και του λόγου σου μη σε μέλει τίποτε και άλλο δεν ζητώ απ' εσένα, παρά να κάμης, καθώς σε ερμηνεύω.

ΠΡΟΣΠ. Η μητέρα σου ήταν τιμημένη, και αυτή σ' έλεγε θυγατέρα μου· και ο πατέρας σου ήταν δούκας του Μιλάνου, και μόνη του κληρονόμα μία βασιλοπούλα από το γενναίο του αίμα. ΜΙΡ. Ω Θε! ποία άσχημη μηχανή μας έκαμε κ' εφύγαμ' από κει; ή μήπως ήταν για μας τ' ουρανού χάρη; ΠΡΟΣΠ. Και τα δύο, κόρη μου, και τα δύο· άσχημη μηχανή, ως είπες, μας έσυρ' από κει, και τ' ουρανού χάρη μας έσωσ' εδώ.

Η φήμη αυτής της ιατρείας θέλει κηρυχθή εις όλον τον λαόν του βασιλείου, οι οποίοι θέλουν σε στοχασθή ωσάν άγιον και η Φαρουχνάζ η βασιλοπούλα, της Κασμυρίας, θέλει απιθυμήσει από την φήμην σου να σε ιδεί. Περισσότερον δεν σου λέγω· το υπόλοιπον το τι έχεις να κάμης στέκει εις την επιτηδειότητά σου.

Και η γρηά η βασίλισσα, που είχε τα μεγαλύτερα μαργαριτάρια που βρίσκονται στη γη, το λάτρευε περισσότερο απ' τους θησαυρούς της και νανουρίζοντάς το σαν ήτανε μικρό στην κούνια τη χρυσή του, άπλωνε στο κορμάκι του τα μαργαριτάρια της και τούλεγε: «Σα μεγαλώσης με το καλό και πάρης την κορώνα του πατέρα σου και πάρης και βασιλοπούλα όμορφη γυναίκα στο πλευρό σου, δικά σου είναι τα πλούτη κ' οι θησαυροί μου, και τούτα τα μαργαριτάρια, που δε βρίσκονται παρόμοια στη γη, θαστράψουν πάλι σε χαρές και ξεφαντώματα στον άσπρο το λαιμό της νέας βασίλισσας». Κι' άπλωνε τα μαργαριτάρια στο κορμάκι του και το νανούριζε γλυκά.

Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ. Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη.