Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν δεν του απεδείκνυε τίνα ήσαν τα όπλα, τα οποία αυτός ενέπαιζεν εναγώς, και ήθελε να φέρη ως καλλίτερον έν όλως άδοξον, το οποίον ακόμη δεν εκαπνίσθη με της μάχης τον καπνόν, δεν εβάφη εις αίμα εχθρικόν, δεν εξήμεσε βόλι εναντίον του άρπαγος της Πατρίδος. Διότι αυτά και μόνα εθεώρει άξια συστατικά ενός όπλου ο γέρων.

Φαΐ δυναμωτικό κι αλαφρό : σούπα μ' αυγό χτυπητό, λίγη μπριζόλα με το αίμα, μυαλό και σοκολάτα πλάκες όση θέλει. Και να παίρνη πάντα τις πικρές της στάλες και τα χάπια. Σε δύο-τρεις μέρες, είπε, θα ξαναπεράση. Συμβούλεψε κι αυτός το Νίκο να πάρη κάποια γυναίκα στο σπίτι να νοιάζεται και την άρρωστη, όταν θα λείπη αυτός. Ο Νίκος τον ξέβγαλε ίσαμ’ έξω απ’ την πόρτα.

«Η καρδία μου θα πάλλη πάντοτε υπέρ της Ηπείρου». ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Ω, πού με φέρεις, μάγισσα και πλάνα φαντασία! ............................................... Μη, μη με παςτα Γιάννινα! Εκεί με κυνηγούνε Οι Τούρκοι να με πιάσουνε, το αίμα μου να πιούνε. Άφσε μ' εδώ, 'ς τα ελεύθερα βουνά, 'ς την Αιτωλία.

Καθ' ην στιγμήν είχεν εισέλθει ο Γύφτος εις την καλύβην και προτού να εξέλθωσιν οι δύο νέοι εξ αυτής, ο ξένος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Γύφτισσαν. — Δεν μου λες, μαστόρισσα, εκείνη εκεί... Και έδειξε την Αϊμάν. — Τι; είπεν η Γύφτισσα. — Εκείνη η κόρη, επανέλαβεν ο ξένος. — Ποία είνε; — Ποία είνε; — Ναι. — Είνε η Αϊμά. — Αϊμά; — Ναι. — Είνε το όνομά της; — Βέβαια. — Και τι όνομα είνε αυτό;

Πολύ καλοί άνθρωποι. Και προπορευομένου του Γύφτου, εισήλθεν η Αϊμά εις το ερημικόν εκείνο οίκημα. Κατόπιν εορτής. Την εσπέραν της αυτής εκείνης ημέρας, καθ' ην ο Τρέκλας είχε κομίσει εις τον Πλήθωνα το άγγελμα της αποδράσεως της Αϊμάς, ο φιλόσοφος είχεν αναχωρήσει εκ του άντρου και μετέβη εις Σπάρτην. Ο αναχωρητής ούτος περιεσπάτο υπό πολλών φροντίδων.

Ο Σκούντας ήρπασε τον βραχίονά της και εβίασεν αυτήν να ανορθωθή. — Δεν μπορώ να περιπατήσω, Μάχτο, είπεν η νεάνις. Διατί δεν εμβαίνομεν εις αυτό το σπητάκι; — Είνε κλεισμένον, εμορμύρισεν ο Σκούντας. — Σπρώξε νανοίξης την πόρτα. Και η Αϊμά εδοκίμασε με τας τρεμούσας χείρας της να ωθήση αυτή την θύραν προς τα έσω. Αλλ' η αντίστασις ήτο ισχυρά. — Βοήθησε, Μάχτο, είπεν ικετικώς η νέα.

Καιρό τόρα, οι αρχηγοί σε κάθε δωμάτιο και σε κάθε μια αχτίνα, βαρυποινήτες αφτοί βαμμένοι μες το αίμα που τον πατέρα τους έτρωγαν, επροφωνήθηκαν κ' εκρυφοκουβέντιασαν αναμεταξύ τους μεγάλην και φριχτήν απόφαση να λάβουν.

Από της ημέρας εκείνης οι Τούρκοι εγένοντο επιθετικώτεροι. Αίμα εισέτι δεν εχύνετο, αλλ' αι ύβρεις, αι απειλαί, τα βλοσυρά βλέμματα, η επίδειξις των όπλων, ήσαν προοίμια επίφοβα της επερχομένης καταιγίδος. Διότι τα πράγματα εδεινούντο, και εξηπλούτο η επανάστασις.

Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον.

Ήρθε ο τέταρτος ο χρόνος, το δίσεχτο το 24, και στην απελπισιά του απάνω ο Μαχμούτης γυρεύει του Μεχμέτ Αλή την ταπεινωτική τη βοήθεια· κι' ο αχόρταγος ο Μεχμέτ Αλής, ο χασάπης των Μαμελούκων, τι άλλο καλλίτερο γύρευε; Σαν όνειρο τόβλεπε μπροστά του ένα πέλαγο από αίμα, αρίθμητες ρωμιοπούλες σκλαβωμένες, άλλα τόσα ρωμιόπουλα σφαγμένα, πυραμίδες κεφάλια, και το πιο σημαντικώτερο, την αφεντιά του Πασά του Μοριά και της Κρήτης.