Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν θα θανατώσω δε τα τέκνα μου εγώ, διά να δώσω εις σε την άδικον ευχαρίστησιν να εκδικήσης την αρπαγήν μιας αθλίας συζύγου, ενώ εμέ θα κατασπαράττωσι νυχθημερόν ο πόνος και τα δάκρυα, ότι έχυσα το αίμα της προσφιλούς μου θυγατρός ως κακούργος. Σοι ωμίλησα συντόμως και σαφώς, θα πράξω δε το πρέπον ως προς τ’αφορώντα εις εμέ, εάν δεν θελήσης να συνετισθής.

Ο τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βδελυρό του χνώτο· ερρούφηξε το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβυσεν αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα.

Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.

Η Αϊμά εσίγησεν. Αλλ' όμως το βλέμμα αυτής εξέφραζεν απορίαν. — Και δύναμαι ν' αποδείξω τούτο. Ζήτησόν μου τι επιθυμείς, και θα ίδης αν είμαι πρόθυμος να σοι το παραχωρήσω. Η Αϊμά δεν ετόλμα να λαλήση. Ο φιλόσοφος έβλεπε τον δισταγμόν της διά μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς. — Είνε αδύνατον να μη επιθυμής τι, επανέλαβεν ο Πλήθων.

Τρεις ώραις ανδρειεύονται... Πλακόνει κι' ο Βριόνης Σα μαύρη βαρυχειμωνιά... Χαλάζι το μολύβι... Σκάφτουν το χώμα τάλογα... Σίφουνας, συντελεία... Χνώτο με χνώτο πολεμούν... Αδερφωμένο βρέχει Το αίμα ταρβανίτικο τη γη με το δικό μας... Έχουν την ίδια τη βαφή... Αν σμίγουν πεθαμένα Πώς δε θα σμίξουν ζωντανά;..

Αλλ' ηπατώντο οικτρώς. Ότε του Κανάρη το πυρ εξεδίκησε τα πρώτα της Χίου δεινά, και αντεβόησε καθ' όλον το πέλαγος ο κρότος της αναφλεχθείσης ναυαρχίδος, η δε θάλασσα εκαλύφθη υπό πτωμάτων και ο Καπετάν Πασάς εξεψύχησεν ημίκαυστος επί της ακτής, εξεμάνησαν εκ νέου οι Τούρκοι και εξεστράτευσαν παμπληθείς κατά των αόπλων Μαστιχοχωριτών, βάψαντες και πάλιν μέχρι της λαβής εις αίμα αθώον τα ξίφη των.

Ο δε γέρων ήτο αφοπλισμένος υπ' αυτής και ποτέ το τρομερόν εργαλείον του κατ' αυτής δεν εστράφη. Η Αϊμά διετήρει, όσον ενήν, την καθαριότητα, έπλυνε τα ενδύματα των τριών γύφτων, παρεσκεύαζε το φαγητόν, έκλωθεν, έπλεκεν, έρραπτε και επεσκεύαζε τας ποδιάς και τα υποκάμισα.

Ο Ρουφογάλης χαιρετά με τρανταχτά γαυγίσματα το περιγιάλι· το ναυτόπουλο τραγουδά σκαρφαλώνοντας στο κατάρτι· και πίσω από το κάσαρο ταπεινός και περίλυπος ο καπετάν Βαλμάς κρύβει το πρόσωπό του απάνω στο πανιασμένο στήθος του μοναχογιού. Μα το υπεράκριβο αίμα δρόμο παίρνει στα πέλαγα, φάρος γίνεται στους παντοπλάνητους και δείχνει μητρική αγκαλιά το λιμάνι του Γέρακα.

Εις τι ηδύνασο να παροργίσης τον Θεόν; Είσαι αθώα και αγνή, ως τα ουράνια πλάσματα. Και όμως πάντες σε καταδιώκουσι. Πάντες σε αδικούσιν. Ουδείς σε υπερασπίζει. — Και τίνες είνε αυτοί οι εχθροί; ηρώτησεν η Αϊμά. — Όλη η ανθρωπότης, απήντησεν η ξένη. — Τι τους έκαμα; — Εις ουδέν έπταισες. Αλλ' είνε ανάγκη να πληρωθή το πεπρωμένον.

Και γεμίζει ο κόσμος αίμα, και γεμίζει πόνους και στεναγμούς, τους στεναγμούς και τους πόνους τω Μαρτύρων. Ως κ' οι Ειδωλολάτρες κατάντησαν πια να τους σπλαχνιούνται τους ηρωικούς εκείνους τους μάρτυρες, που δεν είταν άντρες μονάχα, παρά και παιδιά και γυναίκες, όλοι αποφασισμένοι ναψηφίσουνε βασανιστήρια και θάνατο για την πίστη τους.