Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειρήνη κ' ησυχία πια δεν έβρισκε το Βυζάντιο. Σε κείνη την κακορριζικιά απάνου πέφτουν κ' οι Γότθοι, καθώς είδαμε, και το ρημάζουν. Έρχεται κατόπι ο Γαλλιανός , κι αποσώνει τον ξολοθρεμό. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαν οι στρατιώτες του, κι από το πολύ το σφάξιμο ψυχή, λέγουνε, με Μεγαρικό αίμα δεν απόμεινε.

Λείψανα άλλης εποχής και άλλων συμβάντων, αφού επότισαν την δούλην γην μ' αίμα εχθρικόν και εις κάθε ράχην ήγειραν κιβούρι συντρόφου ή καπετάνου εξακουστού, τόρα έτρεχον ανάμικτοι με αδόκιμους επαναστάτας ν' αποδώσουν την ελευθερίαν εις τους δούλους αδελφούς των.

Ηλ. στ. 784 κλ. οπού η ένοχος Κλυταιμνήστρα λέγει περί της θυγατρός της Ηλέκτρας, της οποίας η παρουσία της είναι παντοτινός έλεγχος· «ήδε γαρ μείζων βλάβηξύνοικος ην μοι, τουμόν εκπίνουσ' αείψυχής άκρατον αίμα». — Πρβ. τας λαϊκάς φράσεις· «τον έχω μέσα μου δίπλα· μου έπιε το αίμα της καρδιάς μου». Ελλ. Γλ. Τόμ. Πρβ. Αριστοφ. Σφ. στ. 373. «τηρώμεσθ' όπως μη Βδελυκλέων αισθήσεται».

Ήτο ο Μάχτος, όστις ήρχετο συντετριμμένος εξ ευτυχίας ... Ο Θευδάς τω έδειξε την νέαν κοιμωμένην. Ο Μάχτος εισώρμησε κράξας: «Αϊμά! ». Αλλ' η κόρη εκοιμάτο. Ο νέος επλησίασε πατών επ' άκρων των ποδών.

Εν Ιωαννίνοις συνεσχετίσθη ο Διάκος μετά της ηρακλείου εκείνης γενεάς, ήτις επέπρωτο και το αίμα των πατέρων να εκδικήση και το ελληνικόν όνομα να σώση από του απειλουμένου ολέθρου.

Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημά του, Πηδά χαλάσματα και λαγκαδιαίς, Πέρνει το λείψανοτην αγκαλιά του... Κάλλιοτην πλάτη του χίλιαις βολιαίς. Αγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι, Τη σάρκα τώτρωγαν, όθε διαβή. Το αίμα του έβαφε το μονοπάτι, Εμπρός τρισκότειδο, και πίσω εχθροί. 'Σ το χιόνι εβάλτονε το παλληκάρι, Τη γλώσσα τώφρυγε δίψα σκληρή, Νύχτα θεότυφλη χωρίς φεγγάρι Και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.

Γυφτοπούλα, είπεν, είνε αληθές ότι κάμνεις τον έρωτα με τον αδελφόν σου; Η Αϊμά δεν ησθάνθη πλειοτέραν αγανάκτησιν προς το άκουσμα της διαβολής ταύτης. Έλεγε καθ' εαυτήν ότι είνε ψεύδος, και δεν την έμελεν. Ουδ' ενόει ευκρινώς ποίαν έννοιαν είχον οι λόγοι ούτοι, και αν είχον δ' έννοιάν τινα, πάλιν ώφειλε να είνε ψευδής αύτη. Είχε φορτωθή την στάμναν και απεμακρύνθη.

Η σκλάβες με εβοήθησαν, μου εσφόγγισαν το αίμα, με εσκέπασαν και η γραία με παρηγόρησεν, ότι έχει ένα βάλσαμον να μου βάλη εις την πληγήν και εις τρεις ημέρας θέλω ιατρευθή χωρίς να φανή κανένα σημείον· εκείνος όμως ο αυθάδης νέος πραγματευτής έφυγεν ευθύς.

Εδώ το πείσμα κι' ο θυμός, κι' η λύσσα ανακατεύει Τα φοβερά στρατέματα, κι' ο φόνος κυριεύει. Πλιο δεν ψηφάν το θάνατο· διψάν το αίμα ακράτο· 495 Και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο. Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη, Και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι.

Θα τους ίδης δε και ξυλοκοπουμένους επάνω εις βωμόν και να τρέχη το αίμα των υπό τα κτυπήματα, οι δε πατέρες και αι μητέρες, αι οποίαι παρευρίσκονται, να μη λυπούνται, αλλά και ν' απειλούν τα τέκνα των εάν τα βλέπουν να μη αντέχουν εις τα κτυπήματα και να τα παρακαλούν να δείξουν όσον το δυνατόν μεγαλειτέραν αντοχήν εις τους πόνους και τον βασανισμόν.