Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Ο Πλήθων εφιλοτιμήθη να κηδεύση μεγαλοπρεπώς τα σώματα των δύο νέων. Αλλ' όμως δεν ηυτύχησε να άση υπέρ της Αϊμάς τον ειδωλολατρικόν υμέναιον, καθώς είχεν ελπίσει. Αντί τούτου έθυσε νεκρωσίμους θυσίας και έσπεισε πενθίμους σπονδάς εις τους θεούς τους υποχθονίους. Ο φιλόσοφος έζησεν επί πολύ έτι.
Τότες λοξά τον κοίταξε και τούπε ο Αχιλέας 260 «Έχτορα, μή, φονιά άπιστε, μη λες μαρτύρους κι' όρκους. Όχι! Όρκους 265 δεν έχει οι διο μας, πριν νεκρός ο ένας πέσει χάμου κι' αίμας μπουχτίσει ο λάρυγγας του λιμασμένου τ' Άρη. Βάλε όλα σου τα δυνατά, την επιστήμη βάλ' την· χριά πάσα να φανείς γερό κοντάρι κι' αντριωμένο.
Και έκλαιεν ακατασχέτως. Την στιγμήν εκείνην ο Σκούντας υπέστη παράδοξον ενδόμυχον τροπήν. Ησθάνθη τύψεις συνειδήσεως, ησθάνθη μεταμέλειαν και κατάνυξιν. Τότε πρώτην φοράν ανελογίσθη την πραξίν του, και εμέμφθη εαυτόν. Εβδελύχθη, έφριξε και κατεταράχθη. Έμεινεν επί τινας στιγμάς διαλογιζόμενος. Αλλ' όμως δεν είχε την γενναιότητα να ριφθή εις τους πόδας της Αϊμάς και να τη ομολογήση την αλήθειαν.
Εκεί να! ακούει, κιας έπινε, ο Νέστορας τα ζήτω, και στ' Ασκληπιού λαλεί το γιο διο φτερωμένα λόγια «Σκέψου, τι λες να κάνουμε, Μαχά θεοσπαρμένε. Σαν πιο μεγάλο σάλαγο τώρα αγρικάω απ' τη μάχη. Μον κάθου εδώ του λόγου σου κι' ήσυχος πίνε μόνος, 5 ως να ζεστάνει ένα λουτρό η λυγερή Εκαμήδη θερμό, και της πικρής πληγής το αίμας να ξεπλύνει· τι τρέχει, εγώ στο ξέφαντο θα πεταχτώ να μάθω.»
Όμια κι' ο Αίας κάρφωσε πηδώντας τη δική του, 260 κι' ο στόκος ίσα διάβηκε ως μέσα — κι' ενώ ορμούσε πίσω ξανά τον άμπωξε — και κόφτοντας του πήγε ως στο λαιμό, κι' ανάβρυζε μαβρόθολο το αίμας.
Ο Μάχτος, όστις ήτο κολλημένος κάτω εις το έδαφος δεν ενόησε μεν ουδέν πλέον των ημετέρων αναγνωστών εκ της ανωτέρω συνδιαλέξεως, αλλ' ησθάνθη αμέτρητον ευτυχίαν. Ο πατήρ του και ο ξένος ωμίλουν περί άλλων πραγμάτων, και δεν διεπραγματεύοντο περί εκδόσεως της Αϊμάς εις γάμον, όπως είχεν υποπτεύσει ο νέος.
Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή· — Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε· — Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα;
Εκεί τόνε ξαπλώνει, κι' οχ το μερί τη χάλκινη φαρμακερή σαΐτα με το μαχαίρι τούκοψε, και τούπλυνε το αίμας 845 με χλιαρό νεράκι· απέ μια ρίζα με τα χέρια τρίβει και βάζει του, πικρή πονοκοιμήτρα ρίζα. Έτσι όλοι πια του λούφαξαν οι πόνοι, κι' η πληγή του σιγά σιγά ξεράθηκε και τούπαψε το αίμας.
Εφαντάσθη να κατασκευάση δυο κλείδας, και την μεν να δώση εις τον εντολέα, την δε να κρατήση δι' εαυτόν. Αλλ' όμως προς τι τούτο; Πόθεν ηδύνατο να υποπτεύση ότι προύκειτο περί της Αϊμάς; Ο Τρανταχτής αποχαιρετίσας αυτόν απήλθε. Φίλος αντί φίλου.
— Και πού ευρίσκεται τώρα η αδελφή σου; Ο Μάχτος ουδεμίαν είχεν αφορμήν ίνα ψευσθή, και απήντησεν ότι ευρίσκετο εις το γυναικείον μοναστήριον. Εντεύθεν λοιπόν εγίνωσκεν ο Σκούντας το καταφύγιον της Αϊμάς, καθ' ον χρόνον ο Τρανταχτής τω ανέθηκεν την απροσδόκητον εκείνην αποστολήν, ίνα κομίση προς την Βεάτην την αντικλείδα, ην αυτός ο Μάχτος είχε πάλιν κατασκευάσει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν