United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτα 'ςτήν πλάση απλώνονταν σκοτάδι πέρα-πέρα. .............................................. Του Κάτου-Κόσμου βασιληά μοναχογιός ο Ήλιος, Με πλούσια ολόχρυσα μαλλιά, με γαλανά τα μάτια, Με περηφάνεια κ' ευμορφιά και λεβεντιά περίσσια, Πήρε μια αυγούλα τ' άρματα και τα λαγωνικά του, Και για κυνήγι επρόβαλε 'ςτόν Κόσμο τον Απάνου. Βγήκε κι' ο Κόσμος έλαμψε.

Στην παραμάνα θα το βάλω!.. Άνοιξε πάλι την πόρτα βιαστικός και δρόμο. Αλαφιασμένος πάντα φοβερός, με το μωρό διαμάσκαλα κρυμένο, σα νάταν παλιοκούρελο, κάτω από τη βαριά του κάπα, εγλύστρησε έξω, μέσα στα χιόνια τα πηχτά, που απλώνονταν κάτω από τα βουβά του βήματα. Εχάθη μέσα στα βαθιά τρισκόταδα, που τον αγκάλιασαν περίγυρα, κατάμαβρα σαν την κακούργα του ψυχή...

Και νερό αναβρύζοντας από κάποια πηγή έκανε να τρέχη ποταμάκι ως που και λειβάδι χαριτωμένο απλώνονταν εμπρός στη σπηλιά, επειδή από την υγρασία φύτρωνε πολύ και μαλακό χορτάρι. Κ' ήταν εκεί κρεμασμένα και καρδάρες και παγιαύλια και σουραύλια και φλογέρες, γεροντότερων βοσκών τάματα. Στη σπηλιά αυτή των Νυμφών πηγαίνοντας συχνά προβατίνα νιόγεννη, έκανε πολλές φορές να θαρρούν πως χάθηκε.

Ο Έφις σταμάτησε στο κτηματάκι, κοντά στη σκλήθρα στο αμμώδες όριο του χωραφιού με τα καρπούζια και κοιτάζοντας τους σαρκώδεις βλαστούς που απλώνονταν μπλεγμένοι εδώ κι εκεί σαν φίδια κάτω από τα φύλλα, του φαίνονταν ότι είχαν, όπως εξ άλλου όλοι οι θάμνοι που θρόιζαν τριγύρω, κάτι το ζωντανό, το ζωώδες.

Όταν μπήκα μέσα, είδα τη γυναίκα μου να τρέμη από σπασμούς, που φαινόντανε πως αρχίζανε από το πρόσωπο κι απλώνονταν αποκεί σε τρόπο που να της τραντάζουν όλο το κορμί. Δεν μπορούσαμε να κάμουμε τίποτε. Κι απ' ώρα σ' ώρα ξαναρχόντανε οι φοβερές προσβολές. Ο γιατρός τις ησύχασε μ' ενέσεις κ' η προτητερινή γαλήνη ξαναήρθε, όχι όμως κ' η αίσθηση. Η αναισθησία κράτησε σχεδόν δυο μέρες.

Φοραίς φοραίς το κέντημα κεντούσε με τραγούδια, Φοραίς φοραίς πισώρριχνε τα ξέπλεγα μαλλιά της, Κι' αγνάντευε το πέλαγο που απλώνονταν μπροστά της, Και γκαρδιακά αναστέναζε κ' εχτύπαγε τα στήθηα, Γιατ' αγριεμένο τώβλεπε, μαύρο, φουρτουνιασμένο· Κι' αυτή είχε λόγο, στο γιαλό να κατεβή το βράδυ, Κι' απ' το νησί ταντικρυνό, που χάνεται στο κύμα, Ο αγαπημένος της ναρθή, να πουν τον έρωτά τους.

Αντίκρυ του η μουριά με τα κλαδιά ολόρθα κι άτρεμα τα φύλλα της, έμοιαζε σβυσμένο μανουάλι απάνω στον τάφο των πάππων του. Πέρα κι απόπερα μαυρειδερά απλώνονταν τα χτήματα με τους φράχτες, με τις φυτιές, με τα σπίτια και τα μαντριά τους. Όλα μαυρειδερά σαν ν' άπλωσε καλόβουλη κυρά η νύχτα τον πέπλο της για να κρύψη το μυστικό της Πλάσης. Ποιο μυστικό ; θα πης. Τ' άγιο και τ' ολοφάνερο.

Όσο όμως ο Έφις ανέβαινε, η θλίψη αυτή μεγάλωνε, για να φτάσει στο αποκορύφωμά της με τα απομεινάρια του παλιού νεκροταφείου και των ερειπίων της εκκλησίας που απλώνονταν στην καταραχιά, στη σκιά του Βουνού, ανάμεσα σε βάτα και φλόμους. Τα σοκάκια ήταν έρημα και τα κάθετα βράχια του Βουνού έμοιαζαν τώρα με μαρμάρινους πύργους.

Το Σεπτέμβρη ανέβηκαν στο βουνό Γκονάρε. Ο καιρός ήταν πάλι κακός, με βίαιες καταιγίδες. Ρυάκια με θολά νερά χάραζαν τις πλαγιές, κάτω απλώνονταν τα παραμορφωμένα από τον άνεμο δάση, και όλο το βουνό σκιρτούσε από τις βροντές. Οι πιστοί όμως δεν το έβαζαν κάτω.