Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Αλλά καθ' όσον επροχώρουν της νυκτός αι ώραι, ηύξανε δυσαρέστως η ταχύτης του δρόμου του υπό την βίαν του σφοδρυνομένου ανέμου. Οι έχοντες την πείραν του Αιγαίου γνωρίζουν πόσον ο νότος αποβαίνει οχληρός επ' αυτού. Πρώτην τότε φοράν κατελήφθην υπό της νόσου των θαλασσοπορούντων.

Αλλ' οι άνθρωποι εκοιμώντο ακόμη και ήτο ησυχία σιωπηλή, ουδέ πνοή ανέμου ετάραττε τας σκέψεις του ποιμένος: — Ο καινούργιος δήμαρχος, καθώς φαίνεται, είνε θεοφοβούμενος άνθρωπος, και θέλει, όλοι μας να γείνωμεν σαν αυτόν. — Κατά το Μαστρογιάννη και τα κοπέλια του. — Να ήξευρα έτσι, θα σούριχνα ένα άσπρο, μα τον Σταυρό!

Τω όντι προς ανατολάς εφάνη φως λαμπάδος, τρεμοσβύνον εις του ανέμου την πνοήν. Διέσχιζε την σκοτίαν κ' επέρριπτε παρήγορον και ιλαράν την λάμψιν του πέριξ, ως η ιδέα του Χριστιανισμού την οποίαν εξεπροσώπει την ώραν εκείνην, διέλυσε τ' άγρια σκότη της αμαθείας και βαρβαρότητος. Οι βλάχοι όλοι και οι χωρικοί απ' όλα τα μέρη πέριξ συνεκέντρωσαν εκεί τους οφθαλμούς και έτεινον την ακοήν των.

Στυλωμένος παρά την είσοδον της αιθούσης, προφυλαττόμενος όσω ηδυνάμην από την πνοήν του ανέμου και από τους αφρούς των κυμάτων, ανά πάντα βίαιον του πλοίου κλονισμόν εσκεπτόμην πώς η εξηντλημένη νέα θα δυνηθή διά των ασθενών χειρών να στερεώση το ελαφρόν σώμα εντός της σαλευομένης κλίνης της, εσκεπτόμην πώς θα διέλθη τας μακράς ώρας της αγρίας νυκτός, και ανεμιγνύετο εις τας σκέψεις μου η θλιβερά ανάμνησις της εκφοράς του νεκρού διδασκάλου μου.

Κι' ο ίδιος με περφάνια 295 σαν Άρης θνητορημαχτής ροβόλαε με τους πρώτους, κι' έπεσε μέσα στο σωρό σα δρόλαπας στηθάτος που μενεξέθωρο γιαλό χτυπάει και τρικυμίζει, 298 κι' όρθια κυλούν τα κύματα, κι' απ' την ορμή τ' ανέμου 307 μεσούρανα πηδά ο αφρός και γίνεται κομάτια· έτσι κι' αφτός τους Αχαιούς χτυπούσε λυσσασμένα.

Και τ' άλλα φύλλα, βλέποντας εκείνο με ποια γαλήνη ξεκίνησε, φρόντισαν να πεθάνουν σύμφωνα με την ενθύμησή του. Δίχως τη βοήθεια του ανέμου, αποχαιρετώντας το κλαδί και σταματώντας για μια στιγμή στον αέρα, σαν πουλί που ζυγιάζει τα φτερά του, έπεφταν με κίνημα άξιο των ψυχών που γνώρισαν το Μοιραίο και δεν έχουν γελαστή. Μαύρα κι' ανήσυχα γίδια κατεβαίνουν να πιουν στην κελαϊδούσα ρεματιά.

Και εις έν τίναγμα αιφνίδιονριπής, τελευταίας του εκπνεύσαντος ανέμουανακινηθείσα η σκούνα εφάνη ότι άρτι αναδύσασα και αυτή ανετινάσσετο, ως ο καραβόσκυλος πρότερον, αποβάλλουσα την άλμην, αφροδίτη με κομψούς τιναγμούς αποσμήχουσα την μακράν της κόμην.

Την στιγμήν εκείνην είς μαύρος παρουσιασθείς τους διέκοψεν. Το σώμα του ήτο λευκόν από την σκόνην. Ήσθμαινε τόσον ώστε δεν ηδυνήθη να προσθέση άλλην λέξιν από αυτήν. — Ο Βιτέλλιος! — Πώς, έρχεται; — Τον είδα, εντός τριών ωρών θα είνε εδώ. Αι πύλαι των διαδρόμων εσείσθησαν ως υπό άνεμου. Μία βοή επλήρωσε το ανάκτορον, αλαλαγμός ανθρώπων τρεχόντων, θόρυβος συρομένων επίπλων και αργυρών σκευών.

Ακούω του λυσσώντος Ανέμου την ορμήν· Κτυπά με βίαν· ανοίγονται Του ναού τα παράθυρα Κατασχισμένα. Από τον ουρανόν, Όπου τα μελανόπτερα Σύννεφα αρμενίζουν, Το ψυχρόν της αργύριον Ρίπτει η σελήνη. Και ένα κρύον φωτίζει Λευκόν, σιγαλόν μάρμαρον· Σβησθέν λιβανιστήριον, Κερία σβηστά και κόλυβα Έχει το μνήμα. Ω παντοδυναμώτατε!

Η Θράκη εξ άλλου φαεινώς ελαμπύριζεν εις το χαμήλωμα εκείνο του ηλίου, τα δε άγρια του Ελλησπόντου κύματα κατέπιπτον ολονέν, εωσού το πέλαγος το Αιγαίον, ήρχισεν όλον γοητευτικώς να γαλανίζη· και από το βάθος του ορίζοντος, κάτω πολύ, και οπίσω από την Τένεδον, σημεία ελαφρά νοτίου ανέμου εσχηματίζοντο.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν