Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γυναίκες,— συφορά σου,— τους άνδρας πάλι κοπανάς που βλέπεις μπρος σου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γκρεμίσου απ' αυτού και συ, και κάθησε πειο κείθε· θα πάρω εγώ το στέφανο και θα μιλήσω.—Είθε την προσευχή μου οι θεοί ν' ακούσουν τουρανού, και να 'πιτύχουν όλ' αυτά που μου 'ρθανε στο νου. Αγαπώ κ' εγώ τον τόπο, όπως σεις, ώ άνδρες, όλοι, και γι' αυτό δεν υποφέρω όσα γίνονται στην πόλι.
Οπόταν ο γέρων πραγματευτής ετελείωσεν από τας υπηρεσίας, που είχεν εις το Μπαγδάτι, εμισεύσαμεν ομού διά την Μπάσρα. Οι φίλοι μου, που δεν έλειψαν να με μεταϊδούν, έμειναν εκστατικοί εις το να ακούσουν πώς με επήρε διά υιόν του ο γέρων, ο οποίος ήτον φημισμένος διά τον πλουσιώτερον πραγματευτήν της Μπάσρας.
«Οι Μοίρες οι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει...» Οι μάννες, γνωρίζοντας τον αλάθευτο ερχομό των Μοιρών, προσπαθούν να κοιμούνται για να μην ακούσουν, από φόβο μην ακούσουν κακά προφητέματα. Καμμιά φορά οι Μοίρες, αλλά πολύ σπάνια, αφίνουν και δώρα, προ πάντων δαχτυλίδι, γι’ αυτό κι’ οι μάννες το πρωί ψάχνουν στο στρώμα του παιδιού μην εύρουν τίποτε.
Η Νοέμι φοβήθηκε εκείνη τη φωνή και το αίσθημα αξιοπρέπειας την επανέφερε στην τάξη. Της φάνηκε ότι οι γείτονες βγήκαν για ν’ ακούσουν το χάλι της. «Έλα μέσα, Πρέντου. Θα σου τα πω όλα.» Κι εκείνος μπήκε στο σπίτι που το κατώφλι του είχε να το περάσει είκοσι χρόνια.
Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν.
Ο θάνατος να πάρη.... Τι μου τον έβαλαν εκεί; Αυτό με πείθει ότι μου κρύπτονται εξεπίτηδες κ' εκείνη και ο δούκας! — Τον άνθρωπόν μου δότε μου! — Πήγαιν' ευθύς 'ς τον δούκα κ' εις την γυναίκα του, κ' ειπέ έξω εδώ να έλθουν να τους ιδώ. Τώρα ευθύς να έλθουν να μ' ακούσουν! Ειδέ, πηγαίνω και βροντώ 'ς την θύραν 'πού κοιμούνται, ως 'που να γίνη θάνατος ο ύπνος και των δύο!
Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου. Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος. ― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!
Ίσως απορήσετε, και δεν τολμώ να το πω δυνατά, να μη μ' ακούσουν, αλήθεια όμως, ποίηση δεν έχουμε ακόμη, δηλαδή έχουμε ποιητάδες, έχουμε και ποίηση, μα η ποίηση πολλή τέχνη ακόμη δεν έχει. Οι πιο ωραίοι μας στίχοι είναι οι δημοτικοί με τις αιώνιες δεκαπέντε συλλαβές τους ο καθένας.
Είχε τη χάρη της αυγής, της χρυσοστολισμένης, Σίντας προβαίνη ασύννεφη ψηλά στα κορφοβούνια, Κι’ όταν την έπιανε ο καημός κι’ αρχίναε το τραγούδι, Στέκονταν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα για ν’ ακούσουν, Κι’ από τη ζήλια την πολλή βουβαίνονταν τ’ αηδόνια.
Καλέ Σωκράτη, όταν ο απέναντί μου δεν με στενοχωρή και δεν δυστροπή, μου είναι ευκολώτερος αυτός ο τρόπος της ερωταποκρίσεως. Αλλέως όμως ο μονολογικός. Σωκράτης. Αλλά τότε έχεις δικαίωμα από όλους τους παρευρισκομένους να εκλέξης όποιον θέλεις, και να είσαι βέβαιος ότι όλοι θα σε ακούσουν χωρίς αντίστασιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν