Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Ο πατέρας μου, επειδή εγνώριζε ότι αγαπούσα αυτή τη γυναίκα, μ' έκλεισε μέσα και διέταξε τον θυρωρόν να μη μου ανοίξη την πόρτα. Εγώ όμως, επειδή δεν υπέφερα να περάσω την νύκτα χωρίς αυτήν, διέταξα τον δούλον μας Δρόμωνα, να μου κάμη πλάτες για ν' ανέβω στον τοίχο της αυλής εις το μέρος που είνε χαμηλώτερος.

Όμως γιατί των Τρώων να κάνουν πόλεμο έπρεπε οι Δαναοί; Πια ανάγκη τόσο λαό τ' Ατρέα ο γιος να μάσει, κι' εδωπέρα να φέρει; ή όχι απ' αφορμή της λυγερής Ελένης; Τι, μόνοι τις γυναίκες τους τις αγαπούν στον κόσμο 340 τ' Ατρέα οι γιοί; Όπιος έχει νου και γνώση, τη δική του τη θέλει και την αγαπάει, καθώς αφτή κι' ατός μου μ' όλη αγαπούσα την καρδιά κιας τήνε πήρα σκλάβα.

Όταν ήμουν νεωτέρα, είπε, τίποτε άλλο δεν αγαπούσα πολύ, όσον τα μυθιστορήματα. Ο Θεός το ξεύρει πόσον ευχαριστούμην οσάκις ηδυνάμην να κάθωμαι την Κυριακήν σε μια γωνία και με όλην μου την καρδίαν να συμμερίζωμαι την ευτυχίαν και δυστυχίαν μιας Miss Jenny. Και δεν αρνούμαι ότι το είδος αυτό των βιβλίων έχει ακόμη δι εμέ μερικά θέλγητρα.

Μα γιατί να σου το έλεγα, πριν έρθη η ανάγκη να σου το πω; Ήθελα να ζήσω μαζί σου, Γιώργο, γιατί σ' αγαπούσα περσότερο από καθετίς άλλο σ' όλη τη ζωή. Τώρα δεν είμαι νέα. Γέρασα τόσο, όσο δε θα γεράσης εσύ ποτέ. Μόνο πως εσύ δεν το ήξερες, πως δε θέλησες να το δης ποτέ κι αφού σ' έβλεπα τόσο ευτυχισμένον, δεν ήθελα να σε ταράξω.

ΧΟΡΟΣ Αρκούν, αρκούν όσα είπαμε... τώρα που δέρν’ η συμφορά τη χώρα καλό είναι εδώ που ετέλειωσε να μείνη ο λόγος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Βλέπεις πού φθάνεις; Δίκαιον ενώ σε ξέρω, για μένανε δε νοιάζεσαι και μου σπαράζεις την καρδιά. ΧΟΡΟΣ Άναξ, πολλές φορές σου το είπα, ότι τρελλός θε νά ’μουνα αν εσένα δεν αγαπούσα, που τρικυμισμένην εύρες και τη επράυνες την πόλιν.

Με το χέρι, με το ποδάρι, με το κεφάλι, χτύπα. Του κάκου. Δεν γκρεμνά. Τίποτις δε βλέπω. Ώρες, μήνες, χρόνια περνούσαν και τίποτις δεν έβλεπα. Ποιος το λέει πώς δεν μπορεί μάτι αθρώπου να κοιτάξη τον ήλιο; Στον ήλιο μέσα να ζούσα, δε θα μου έφτανε το φως του. Να φύγη, να ξεσκορπιστή το χάος αφτό που με σκοτώνει. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα! Είναι βράχος μια τέτοια νύχτα.

Έπαθα τώρα το πιο φοβερό δυστύχημα της ζωής μου και ξέρω ποιο είναι. Δε βασανίζουμαι· δεν τυραννιούμαι. Είμαι ήσυχος κι απελπισμένος. Έπρεπε να γίνη, αφού την αγαπούσα. Μη μου λες όμως, τώρα που έγινε, τώρα που το θέλησα, που τόκαμα ο ίδιος, μη μου λες πως το μετάνοιωσα και πως για τούτο είμαι απελπισμένος.

Σαυτή τη ψυχική μου κατάσταση, κείνη π' αγαπούσα μου φαινόταν σαν απομακρυσμένη και κείνη πούμενε με τόνομά της ήτο μια άγνωστη, ένα κατάντημα αγνώριστο κιαξιολύπητο του παλαιού Βαγγελιού. Τι σχέση λοιπόν είχα μαυτή την άγνωστη, που με την κακομοιριά της στάθηκε, σαν εμπόδιο, στο δρόμο των εφηβικώ μου ονείρων;

Μα πάλι θα είτανε τόσο ωραίο να γεράση κανείς, να είναι μαζί σου και να μπορή να περιμένη την ημέρα που θαρθή η μεγάλη γαλήνη. Μου φαίνεται πως θα σ' αγαπούσα περσότερο, αν εγέραζες κι άσπριζες και κανείς άλλος δεν μπορούσε να σε βλέπη με τα ίδια μάτια όπως εγώ.

Πλειότερον απ' όλαις την αγαπούσα, κ' ήλπιζα παρηγοριάν να εύρω μια μέρατην αγάπην της. — Να μη σε βλέπω· φύγε! 'Σ τον τάφον μου ανάπαυσιν κ' ειρήνην να μην έχω, αν του πατρός της την καρδιάν ποτέ την ξαναεύρη! — Ποιος είν' εκεί; — Πηγαίνετε να φέρετε τον Γάλλον.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν