United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από τον θάνατον. — Δεν σημαίνει, αφού απέθανε. — Και ήλπιζα να την εύρω ζωντανήν, είπεν ο γέρων. Κρίμα, κρίμα! — Και δύναμαι να σ' ερωτήσω εις ποίαν περίστασιν την είχες σώσει; ηρώτησεν ο Πλήθων. — Γνωρίζεις αυτό; είπεν ο γέρων. Και τω έδειξεν αργυρούν εγκόλπιον, φέρον εγκεχαραγμένην διά κεφαλαίων την λέξιν: ΠΛΗΘΩΝ! — Το γνωρίζω, είπεν ο φιλόσοφος, αλλά πού το ηύρες;

Μ' αφίνει » Και πήγε μεςτην Εκκλησιά » Με εκατό. . . Να γίνη » Σωτήρ μου δεν το ήλπιζα . . . » Να σώση την ζωήν μου.» «'Ξημέρονε Παρασκευή » Κρύα, παταγωμένη, » Γιατί τη νύχτα έβρεχε, » Και είχε πέσει χιόνι »'Ψηλάτου Πίνδου τα βουνά. » Ξυπνάω. 'Ξημερόνει. . . . » Βρισκόμαστε ολόγυρα » Απ την Τουρκιά κλεισμένοι

Εκάθησα επί κορμού ελαίας εις του τοίχου την σκιάν και επερίμενα βλέπων την στροφήν του δρόμου, όθεν ήλπιζα να προβάλη εντός ολίγου ο Παντελής επιστρέφων. Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. Αίφνης γέλωτες παιδικοί αντήχησαν πλησίον μου.

ΠΑΝ. Η αλήθεια είνε ότι δεν με τιμούν όσον πρέπει, αλλά πολύ ολιγώτερον αφ' ό,τι ήλπιζα και μάλιστα αφού τους έσωσα από τέτοιον κίνδυνον από μέρους των βαρβάρων.

Ο Καλάφ τον ερωτά μήπως το βασιλόπουλο ήτον γνώριμόν του. Α, κύριε, απεκρίθη εκείνος, έτσι να μη το είχα γνωρίση. Εγώ είμαι ο λαλάς του, που το ανάθρεψα με τα χέρια μου, και ήλπιζα, να το ιδώ εις τον θρόνον του πατρός του, και τώρα η κακή μου τύχη με έφερε να το ιδώ εις τέτοιον τρόπον θανατωμένον.

Τοσούτος με κατέλαβε φόβος ότι θα με παραδώσωσιν εις τους Τούρκους, ώστε συνέλαβα σχεδόν την απόφασιν ν' αφήσω εκεί τα βαρέλια μου και, παραιτούμενος του σκοπού όστις μ' έφερεν εις Χίον, να καταβώ διά νυκτός εις τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το τρεχαντήριον και να φύγω. Αλλ' ο Παντελής με καθησύχασε. ― θα τα διορθώσωμεν, έλεγε. Κοιμήσου απόψε και αύριον βλέπομεν.

Είναι θαυμαστόν· καθώς ήλθα εδώ, και εκ του λόφου παρετήρουν την ωραίαν κοιλάδα, πώς το παν γύρω με προσείλκυεν. — Εκεί το μικρόν δάσος. — Αχ, να ηδύνασο ν' αναμιχθής με τας σκιάς του! — Εκεί του βουνού η κορυφή! — Αχ, να ηδύνασο εκείθεν να επιβλέπης τα εκτεταμένα περίχωρα! — Οι μεταξύ των συνδεδεμένοι λόφοι και αι προσφιλείς κοιλάδες; — Ω να εχανόμην εις αυτάς! — Έσπευδα εκεί, και επανηρχόμην, και δεν εύρισκα ό,τι ήλπιζα.

Έπειτα άλλοτε ύφαινα και άλλοτε έγνεθα και με δυσκολία έβγαζα το ψωμί μας. Αλλά είχα εσένα και επερίμενα ότι μίαν ημέραν θα μου φέρης την ευτυχία. ΚΟΡ. Εννοείς την μναν; ΚΡΩΒ. Όχι, αλλ' ήλπιζα ότι άμα μεγαλώσης και εγώ θα ζήσω κοντά σου και συ θ' αποκτήσης πλούτη και στολίδια και υπηρέτριες. ΚΟΡ. Πώς θα γείνη αυτό, μαμά; Τι θέλεις να πης;

Ερχομένη δε η ημέρα επήγα εις την χώραν διά να λάβω την χαράν εις το να ακούσω το τι ωμιλούσεν ο λαός εις εκείνο που έκαμα· δεν έμεινα εις εκείνο που ήλπιζα γελασμένος· ο λαός έκαμνε διάφορες παράξενες διηγήσεις εις το κατόρθωμά μου· ένας έλεγεν ότι ο Μωάμεθ ήτον εκείνος, που διά να δώση να καταλάβουν πως είχεν ευχαρίστησιν εις τες χαρές που δι' αυτόν εγένοντο, έκανε να φανούν φωτιές ουράνιες.

Πλειότερον απ' όλαις την αγαπούσα, κ' ήλπιζα παρηγοριάν να εύρω μια μέρατην αγάπην της. — Να μη σε βλέπω· φύγε! 'Σ τον τάφον μου ανάπαυσιν κ' ειρήνην να μην έχω, αν του πατρός της την καρδιάν ποτέ την ξαναεύρη! — Ποιος είν' εκεί; — Πηγαίνετε να φέρετε τον Γάλλον.