Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Και όταν ο λιμενάρχης επέστρεψε, ο φίλος μου είπε πως δεν έλαβε τίποτα! Εκείνος διαμαρτυρήθηκε, πήγε στους ανωτέρους, αλλά δεν είχε την απόδειξη και όλοι τον κορόιδευαν. Και όμως τον φίλο μου τον απέλυσαν… ναι, εδώ και τέσσερεις μήνες…. ναι, θυμάμαι, ήταν απόκριες. Πήγε στο χορό. Το έριξε έξω, ήπιε∙ δεν του έμεινε δεκάρα τσακιστή.

Όταν όμως έριξε τα ψίχουλα και την τελευταία γουλιά στο πάτωμααφού η γη θέλει πάντα το μικρό της μερίδιο από την τροφή του ανθρώπουτέντωσε λίγο την πλάτη του και τα μάτια του τα κύκλωσαν λαμπερές ρυτίδες. «Λοιπόν, στο ταξίδι ήμασταν όλοι φτωχοδιάβολοι. Πηγαίναμε και πηγαίναμε χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήγαμε, πάντα όμως με την ελπίδα του κέρδους.

Ήρθα, μα δε σε βρίσκω τώρα εκεί που στεκόσουν μεγάλο, θεριωμένο· δε σ' έχει κάτω η μπόρα σωριασμένο και τ' ουρανού δε σ' έκαψε η οργή. Μόνο η πεζή ζωή σ' έχει γκρεμίσει, σ' έριξε άπληστος χάμω χωρικός, εκεί που ο θόλος σου άπλωνε ισκιερός πιο περίσσιο σιτάρι να θερίση.

Τρέμουν τα πόδια σου.» «Πρέπει να πηγαίνω.» «Έφις, άκουσέ με. Μην σου κακοφαίνεται για ό, τι σου είπα. Έτσι είναι, δεν μπορώ, πίστεψέ με. Ξέρω ότι αυτό σε δυσαρεστεί, αλλά δεν μπορώ. Μην πεις τίποτε στην Έστερ και πήγαινε, αφού θέλεις να φύγεις. Εάν όμως νοιώσεις άσχημα, γύρισε. Να θυμάσαι ότι αυτό είναι το σπίτι σουΈριξε το δισάκι επάνω στους ώμους του και βγήκε.

Σταμάτησε να ράβει, τέντωσε τη μέση της, έριξε πίσω το κεφάλι για να αναπνεύσει καλύτερα, τα χέρια της έσφιξαν το ύφασμα. Και ο Έφις πετάχτηκε επάνω τρομαγμένος, νομίζοντας ότι ήταν έτοιμη να λιγοθυμήσει. Κράτησε όμως μια στιγμή μόνο. Τον ξανακοίταξε με τα μάτια της όλο κακία και είπε ήρεμα: «Και αν ακόμη γυρίσει, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Και δεν χρειαζόμαστε κανέναν για να μας προστατεύει».

Και έριξε στον άρρωστο ένα ασημένιο νόμισμα. Τότε άρχισε ένας συναγωνισμός ποιος θα προσφέρει τα περισσότερα στον καταδικασμένο να πεθάνει σύντομα. Τα νομίσματα έπεφταν βροχή πάνω στο δισάκι του έτσι που ο σύντροφος του ΄Εφις κιτρίνισε από το κακό του και η φωνή του έτρεμε από ζήλια. Το μεσημέρι αρνήθηκε να φάει, έπειτα σώπασε και φάνηκε να μελετάει κάτι σκοτεινό.

Τον ψηλάφισε ολόκληρο, χτύπησε τα δάχτυλά επάνω στην κοιλιά του που ήταν σκληρή σαν τύμπανο, τον γύρισε, τον ξαναγύρισε και έριξε επάνω του το χράμι σαν σε ζύμη που ανεβαίνει. «Το συκώτι μάς κάνει άσχημα αστεία. Πρέπει να πας στο κρεβάτι, Έφις

Πηγαίνοντας προς το υπόστεγο ο Έφις είδε τον τυφλό που μετακινήθηκε και ήταν τώρα σκυμμένος επάνω από το σύντροφό του καλώντας τον με τ’ όνομά του. Έκλαιγε και έψαχνε το κομπόδεμα με τα κέρματα. Μόλις το βρήκε το έριξε μέσα στον κόρφο του και συνέχισε να κλαίει. Έτσι πέρασαν τη νύχτα.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν