United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αισθανότανε τη μικρή Καίτη να κελαϊδεί με κρινένια λογάκια, να φιλά με τριαντάφυλλα χειλιών, να περπατά κοντά του και να τον καλά με σχήματα. Τα άστρα των ματιών της τον χαϊδεύανε και τα μάγουλά της γελούσανε πυρωμένα. — Πρέπει λοιπόν να σ' αφίσω, αγαπημένο παιδί! Έκανεν ο Ρένας νομίζοντας στ' αλήθεια ότι μιλούσε με κείνη.

Ο ουρανός άνω εσελάγιζεν από άστρα, και κάτω εκεί, εις την ανταύγειαν των άστρων εφαίνετο να γυαλίζη το πέλαγος φρίσσον, και η ακτή του Κουρούπη, άσπριζεν απέναντι, μελαγχολική, επάνω εις την οποίαν εχόρευον η νεράιδες το μεσημέρι, ενώ την νύκτα έπιπτον μετά κρότου οι λίθοι, τους οποίους εκύλιον τα δαιμόνια, φυγαδεύοντα τους τολμώντας να πλησιάσουν εις την βρύσιν αλιείς . . . Ζέφυρος λεπτός, ευώδης, δρόσος ζωηφόρος έπνεεν.

Λοιπόν, καλέ Ξένε, δεν σου φαίνεται ότι είναι εύκολον να τους ειπούμεν, καθώς είναι αληθές, ότι υπάρχουν θεοί; Πώς; Πρώτον μεν θεοί είναι η γη και ο ήλιος και όλα ανεξαιρέτως τα άστρα και αι ώραι του έτους, αι οποίαι έχουν τόσον καλήν διάταξιν, χωριζόμεναι εις έτη και μήνας. Και ότι αυτά όλοι οι Έλληνες και οι βάρβαροι τα θεωρούν ως θεούς.

Αφ' ης ώρας εγνώρισε την ζωήν έως προ μικρού, ενόμιζεν ότι ο κόσμος ήτο γεμάτος με άνθη μοσχοβολούντα και άνθη τέρποντα διά ποικίλων χρωμάτων τους οφθαλμούς· με δένδρα κάμνοντα καρπόν και δένδρα φιλοξενούντα εις τους κλάδους των περιχαρή και κελαδούντα πουλάκια· με νερά και βρύσεις μουρμουριζούσας απαύστως με προβατάκια και κατσικάκια και δαμαλάκια αθώα, με αγρούς και πεταλούδας και άστρα.

Τα λόγια αυτά μου δώσαν ενέργεια και ζωή και μέσα σ' όλη την απελπισία, όλη την ανησυχία κι όλα όσα έχω περιγράψει πριν και διηγήθηκα, μέσα σ' όλα όσα με κατασυντρίβανε, τα λόγια αυτά λάμπανε μπροστά μου σαν άστρα στο σκοτάδι και με κεντούσανε στην τελευταία μεγάλη προσπάθεια, που έλπιζα πως θα ξαναέδινε τη χαρά σ' όλους μας.

Τρία άστρα έτρεμον άνω προς βορράν, πότε συγκρυπτόμενα, πότε επιφαινόμενα, έτοιμα να πέσωσιν εις το ατέρμον κράτος του Ποσειδώνος να ταφώσι, και άλλα δύο έφαινον προς μεσημβρίαν, ετοιμόσβεστα ως λύχνος πενιχρός καλύβης χωρικού εν ενιαυτώ εφορίας.

Ότε δε τα σώματα εκάστου αυτών έπλασεν ο Θεός, τα έθεσεν εις τας τροχιάς, εις τας οποίας εκινείτο η περιστροφή του ετέρου, και αίτινες ήσαν επτά, διότι επτά ήσαν τα άστρα. Δ. | Και την μεν Σελήνην έθεσεν εις την πρώτην πέριξ της γης, τον δε Ήλιον εις την δευτέραν υπεράνω της γης.

Εσκέφθη τους ανθρώπους, τους οποίους συνήντησε μόλις εισήλθεν εις την αυλήν, αγρίους, ως ληστάς, με μακράς γενειάδας και παχείς μύστακας, με φουστανέλλας καταλερωμένας από κηλίδας αίματος· τας γυναίκας, ασέμνους και διεφθαρμένας· τα παιδία, ημίγυμνα και κατεσκληκότα, ως γυφτόπουλα. . . Εσυλλογίσθη έπειτα τους λόγους, τους οποίους είπον περί αυτού, τ' αχόρταγα βλέμματα, τα οποία του έρριπτον, και στοχασθείς ότι έπεσεν εις οδόντας λύκων ήρχισε να περιστρέφηται ανησύχως, ν' ατενίζη αδιακόπως τ' άστρα, ανυπόμονος να τα ίδη τρεμοσβύνοντα. . . Ούτω διήλθεν όλην την νύκτα και μόλις καθησύχασεν, όταν ήκουσε το εωθινόν λάλημα των πετεινών κ' είδεν εις τον ορίζοντα τας πρώτας λάμψεις της ημέρας.

Αργοστόλιστος ήτο πάντοτε, τον ήξευρεν. Αλλά τώρα ήτο σκοτεινή ακόμη νυξ και μόνον τα άστρα έλαμπαν άνω, ολίγω ύστερον ανέτελλεν η σελήνη, και τότε ελπίς ήτο να έλθη. Παρήλθον δύο ώραι και η σελήνη ανέτειλε κολωβή από το σκοτεινόν βουνόν άνω, ανερχομένη βραδέως εις το στερέωμα, και αι τάξεις των άστρων ηραιώθησαν επ' άπειρον και όλα σχεδόν ημαυρώθησαν εις την διάβασίν της. Παρήλθεν ακόμη μία ώρα.

Χωρίς κανέν σημείον συγχύσεως, ο Χριστός υπηγέρθη επί του αγκώνος, και πρώτον επράυνε την τρικυμίαν της ψυχής των μαθητών. «Ινατί δειλοί εστε, ολιγόψυχοιτους είπεν. Και εν ακαρεί ο άνεμος εκόπασε, και έγεινε γαλήνη. Και καθώς τα άστρα ήρχισαν ν' αντανακλώνται ακόμη επί των γαληνιασάντων κυμάτων, όχι μόνον οι μαθηταί, αλλά και οι ναύται εψιθύριζον προς αλλήλους: «Τις εστιν ούτος