United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βάρος, μπόδιο, κι' ασκημάδα, Κι' όσα άλλα η φιληνάδα Να εφεύρη είν' αρκετή, Τ' αριθμάει δημηγορόντας, Και θερμά κατηγορόντας Τη νορά για περιττή· Κι' ακλουθόντας ως το τέλος Να κακολογάη το μέλος, Με απόφασις φωνή Να κοπή για δίκιο κρίνει, Συμβουλή και γνώμη δίνει Προς ωφέλειαν κοινή. %Κι' είπε τόσα η πονηριά της, Που κοντεύει στα νερά της Την κοπή των Αλουπών Να τραβίση και να σύρη, Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη, Στο δικό της το σκοπόν· Μόνε μια απ' όσαις τότες Ήταν δεύτεραις και πρώταις, Αλουπού καθολική, Ε της λέει, αγαπημένη, Πώχεις την νορά κομμένη, Κι' είσαι τόσο γνωμική.

Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Αυτά 'πε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· 320 και αργότερ' ο Αγέλαος Δαμαστορίδης είπε· «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς και να θυμόνη. τον ξένον μην υβρίζετε, μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. 325 και λόγον εγώ θά 'λεγα γλυκόν του Τηλεμάχου, και της μητρός του, αν έστεργαν να τον δεχθούν και οι δύο. όσον ελπίδ' απόμενετα βάθη της ψυχής σαςτο σπίτι του ο πολύνοος να φθάση Οδυσσέας, καλώς τον περιεμένετε, και ακόμη τους μνηστήραις 330τα δώματ' είχετ', επειδή τούτο σας ωφελούσε, αντην πατρίδα εγύριζεν από τα ξένα εκείνος· αλλ' είναι τώρα φανερό 'που δεν θα γύρη πλέον· αλλά συ την μητέρα σου συμβούλευε να πάρη, κείνον οπ' είναι ανώτερος και πλειότερα χαρίζει, 335 εσύ να χαίρεσ' ήσυχος τα πλούτη του πατρός σου όλα, και κείνη του άλλου ανδρός το σπίτι να προσέχη».

το σπίτι ωστόσ' ο Αίγισθος την συμφοράν εργάσθη, και τον Ατρείδη φόνευσε κ' εδάμασε τον τόπο, και χρόνια επτά βασίλευσεν εις την χρυσή Μυκήνη. 305 'ς τ' όκτατο του 'λθε το κακό, του 'λθε ο λαμπρός Ορέστης απ' ταις Αθήναις, κ' έκοψε τον δολερό φονέα, Αίγισθο, 'που του φόνευσε τον ένδοξον πατέρα. και των Αργείων έκαμε νεκρώσιμο τραπέζι της θεοκατάρατης μητρός και άμα του ανάνδρου Αιγίσθου. 310 την ίδια 'μέρα του 'φθασεν ο μαχητής Μενέλαος, με κτήματ' όσα εσήκοναν εκείνου τα καράβια. φίλε, και συ πολύ μακρυάτα ξένα μη πλανιέσαι από το σπίτι, 'π' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν 315 όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. εις τον Μενέλαο να πας όμως σε παραγγέλλω, 'που κείνος είναι νηόφερτος από τα ξένα μέρη, όπου, άμ' ευρίσκονταν τινάς, δεν θα 'λπιζε να γύρη, ανεμοζάλη αν έτυχε κει πέρα να τον κλείση 320 εις τέτοιο φρικτό πέλαγο και απέραντον, απ' όπουτον χρόνο ουδέ πετούμενα οπίσω δεν γυρίζουν. αλλ' άμε με το πλοίο σου και με την συντροφιά σου, και αν κάλλιο θέλεις της στερηάς να πάς, λάβε τ' αμάξι, και τους υιούς μου συνοδούς, αυτοί να σ' οδηγήσουν 325την θείαν Λακεδαίμονα, 'ς τ' Ατρείδη το παλάτι• και ατός σου παρακάλειε τον να είπη την αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος, δεν θέλ' ειπή το ψέμμα».

Κι' είπε τόσα η πονηριά της, Που κοντεύει στα νερά της Την κοπή των Αλουπών Να τραβίση και, να σύρη, 280 Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη, Στο δικό της το σκοπόν· Μόνε μια απ' όσαις τότες Ήταν δεύτεραις και πρώταις, Αλουπού καθολική, 285 Ε της λέι, αγαπημένη, Πώχεις την νορά κομμένη, Κι' είσαι τόσο γνωμική, Αν αυτή η συμβουλή σου, Που με τόσην όρεξί σου 290 Να δεχτούμε επιθυμάς,

το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395 χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα, καιτο Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει• και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου, τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν, όπως τρομάξη άλλος πτωχόςτο εξής να σ' απατήση». 400

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· αλλ' έχασετα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, ότιαυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· κείνοιτον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκετου πλοίου την καρίνα, τα κύματ' έβγαλαντην γη των θεογενών Φαιάκων, οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαντην πατρίδα. και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνηπολλά μέρη της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζετο σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου 'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, 'που κείνον θα οδηγήσουσιτην ποθητήν πατρίδα. 290 αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, 'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· θησαυρούς τόσους είχε αυτόςτα σπίτια του κυρίου. 295 καιτην Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».

Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235 να 'βλεπα εδώτο σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοιτο δώμα, άλλοιτο γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν, ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κειτης αυλής την θύρα, την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240 και ορθόςτα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρητην έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».

Και ο Μέδοντας ο συνετός της είπε• «Δεν γνωρίζω αν ήταν θεού κίνημα, ή μόνον της ψυχής του, 'πουτην Πύλο τον έσπρωξε ν' ακούση, αν ο πατέρας θα γύρη ή και ποιο στάθηκε το τέλος της ζωής του».

Αλλ' εκείνο που παρέχει το περισσότερον θέλγητρον εξ όλων είναι η χλόη η οποία φυτρώνουσα εις μέρος ελαφρώς κεκλιμένον είναι εξαίρετα διασκευασμένη διά να γύρη κανείς την κεφαλήν. Ώστε, αγαπητέ Φαίδρε, άριστα με εξενάγησες.