United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα το μεγάλο το κακό άρχισε αργότερα, τότες που, καθώς είπαμε, το κατάλαβαν οι Ρωμαίοι πως η Χριστιανωσύνη έσκαβε τα θέμελα του παλιού, του κόσμου.

Μόλις πέρασαν πέντε χρόνια από τότες που θρονιάστηκε ο Ιουστινιανός, και ξέσπασε το κακό εκείνο . Τη θυμούμαστε την περιγραφή του ιπποδρομίου της πρωτεύουσας με τα κόμματά του. Ιπποδρόμιο είχε και κάθε άλλη μεγάλη πόλη του Βασιλείου, και πολλά τους φυλάγανε λίγο πολύ την αρχαϊκή θωριά των Αγώνων.

Είμαι εις μακρυνόν μέρος, πολύ βαθειά, εις τον Παναμάν, και δεν έχω καμμίαν συγκοινωνίαν με άλλους πατριώταις που ευρίσκονται εις την Αμερικήν. Εάν ζη ο πατέρας ή η μητέρα μου, ειπέ τους να με συγχωρήσουν, διότι διά καλό πάντα πασχίζει ο άνθρωπος και εις κακό πολλαίς φοραίς βγαίνει. Εγώ αρρώστησα δύο φοραίς από κακαίς ασθένειες του τόπου εδώ και έκαμα πολύν καιρόν εις τα σπιτάλια.

Και λένε, τάχαΧριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο...

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Λέγετ’ αρκεί να γίνουνται· και λίγα λόγια. ΧΟΡΟΣ Μην πας εσύ το δρόμο αυτό στις Εφτά πόρτες. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δε με στομώνεις καθώς είμαι ακονισμένος. ΧΟΡΟΣ Όμως τιμά ο θεός, κι αν και κακή, τη νίκη. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Το λόγο αυτό δεν πάει να στρέγη ο στρατιώτης. ΧΟΡΟΣ Μα το αίμα του ίδιου σου αδερφού θες να τρυγήσης; ΕΤΕΟΚΛΗΣ Σα δίνουν το κακό οι θεοί δεν το ξεφεύγεις.

Αφού οι Ρωμιοί της Καλαμάτας, ας πούμε από αιώνες τώρα συνήθισαν να κυβερνούν τις τοπικές δουλειές τους μοναχοί τους, τι έρχεται κι ανακατεύεται το κράτος; Τι έχει να κάνει στην Καλαμάτα; Το πολύ να γυρέψει φόρους λογικούς, και να τους εισπράξει με το καλό ή με το κακό, να διατηρεί χωροφύλακες, να επιθεωρεί τα σκολειά, τις εκκλησιές και τα τοπικά δικαστήρια, να κάνει κανένα ανώτερο δικαστήριο ή σχολείο, αν είναι ανάγκη, να αναλάβει κανένα μεγάλο δημόσιο έργο από κείνα που το κοινό της Καλαμάτας μοναχό του δεν μπορεί να καταφέρει, δρόμο, σιδερόδρoμο, λιμάνι, φάρο, στρατώνα.

Καλός άνθρωπος μαθές, κακό ανθρώπου ποτέ δεν έβαλα με το νου μου. Μοναχός σου τώπες· Όμως δεν το ξέρω κι' αν ήμουνα καλός. Πολλοί με βλάψανε, πολλοί μ' αδικήσανε. Είχα μεγάλο στομάχι και τα κατάπινα. Κ' εγώ δεν ξέρω αν τώκανα από καλωσύνη. Μα τι το θέλεις; Τον ήξερα τον κόσμο.

Στέκεται ορθός· διο, τρεις φοραίς, τα μάτια του σφουγγίζει· 235 Και όσο ημπορεί αδάκρυτα σ' αυτούς να λέη πασκίζει. » Αλήθια, φίλοι, μον εμέ προσωπικά αδικάει » Η ανομιά των Μπακακιών, κακά μου προξενάει· » Αλήθια εγώ είμαι ο δυστυχής, που τρεις αγαπημένους » Υγιούς μου στα γεράματα τους κλαίω θανατομένους. 240 » Τον πρώτο σκίζει ανήμερα η Γάτα η οργισμένη » Εκεί που, σαν ανήξερος, στην τρύπα μπαινοβγαίνει. » Το δεύτερο τον σκότοσε η ασπλαχνιά τ' αθρώπου » Με το καινούριο εφεύρεμα του πονηρού του τρόπου. » Με την ξυλένια μηχανή με δόλο αρματομένη, 245 » Των Ποντικών ξολοθρεμός! που άκοπα μας σταίνει. » Τον τρίτο το μονάκριβο, του έθνου το καμάρι, » Των γηρατιών μου παντοχή και της αυλής η χάρι· » Με πλάνη ο Φουσκομάγουλος μες τα νερά τον πνίγει, » Και στην καρδιάν αγιάτρευτη, πικρή πληγή μ' ανοίγει. 250 » Μον το κακό που μώκαμαν, και εσάς βαριά πειράζει, » Γιατί από διάδοχο έρημον το θρόνον απαριάζει. » Των Μπακακιών η απιστιά και αυθάδια τους η τόση, » Και σ' άλλα μύρια βάσανα μπορεί να μας προδόση. » Ω αντριομένοι Ποντικοί, τα άρματ' ας ντυθούμε. 255 » Να πάρωμε το δίκιο μας, μη καταφρονεθούμε. » Ας πλύνομε το αίμα τους τέτια αδικιά μεγάλη, » Και είμαι βέβιος στους θεούς, να βγούμε σε κεφάλι.

Τα μάντεψε η γριά. Ο Μιχάλης, μεθυσμένος τώρα όχι από κρασί παρ' από τον ερεθισμό τέτοιας ματοκύλιστης μέρας, είνε αλήθεια πως δεν πολυπονούσε αυτή την ώρα η καρδιά του. Σαν πυργώση ένα κακό, φεύγει ο ψυχόπονος κ' έρχεται η αφοβιά της απελπισιάς. Τέσσερα φονικά μέσα σε μια μέρα, και τα δυο από το τουφέκι του, και τόνα αδερφικό, κι ως τόσο σίδερο η καρδιά του. Ταυτί του δεν έδρωνε.

Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα, τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθη την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήση τους όσους του αντιστέκουνται. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι.