United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ένα σωρό έφαγε ο γοργός γιος του Οϊλέα ο Αίας, 520 τι αφτός δεν είχε τέρι του σαν έπαιρνε κυνήγι στρατούς στον κάμπο, πούσπασαν όταν τα σκιάζει ο Δίας.

Κι' εσύ μην παίρνεις, άκου με, κι' ας δύνεσαι, την κόρη, 275 μον άσ' την μιας και δόθηκε στον Αχιλιά απ' τα' ασκέρι· πάλε όμως με το βασιλιά κι' εσύ να λογοφέρνεις μη θέλεις του Πηλιά γιε, κι' ενάντια να παγαίνεις. Ίσοι δεν είμαστε όλοι μας του βασιλιά που ο Δίας τον δόξασε και κυβερνάει βαστώντας το ραβδί του.

Κι' αφτός μες στο σωρό να πέσει και ναν τον σπάσει βιάζουνταν, και ταραχή μεγάλη έρηξε σ' όλους, κι' άρχισε πελέκι χέρι χέρι. 539 Φόβο του Αία τούβαλε τότε ο μεγάλος Δίας. 544 Και στέκει ολόξαφνος, πετάει στη ράχη την ασπίδα, 545 κι' αφού 'δε γύρω, σα θεριό κατά το πλήθος κάνει τηρώντας πίσω, μια σταλιά γόνα περνώντας γόνα.

Τότες ο Δίας τ' απαντάει, βαριά αγανακτισμένος «Ωχού! τι λόγο, ανίκητε, μας είπες, κοσμοσείστη; 455 Καλά, άλλος τέτιο απ' τους θεούς να ξεστομίσει λόγο που σούναι εσένα πιο αχαμνός στη δύναμη, στα χέρια.

εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Κ' εγώ θα είπ' ό,τι καλό μου φαίνεται να γείνη. 130 λουσθήτε πρώτα και λαμπρούς φορέσετε χιτώναις, και η κόραις εις τα μέγαρα να στολισθούν και κείναις· κατόπι ο θείος αοιδός με την γλυκειά κιθάρα εις τον φιλόγελον χορόν ας μας εμβάση πρώτος, ώστε ότι γάμος γίνεται να λέγουν όσοι ακούσουν, 135 ή διαβάταις 'που περνούν ή γείτονες τριγύρω, όπωςτην πόλιν η βοή του φόνου των μνηστήρων μην απλωθή πριν φθάσουμε εμείς εις τον αγρόν μας έξω τον πολυφύτευτον και αυτού θέλει σκεφθούμε ό,τι καλόν εφεύρηματον νου μας βάλη ο Δίας». 140

τα πλοί' από τον πόλεμο σ' εφέραμε, 'ς την κλίνη σ' εθέσαμε, και με χλιό νερό τ' ωραίο σώμα καθάραμε και μ' αλοιφή· και δάκρυα θερμά χύναν 45 ολόγυρά σου οι Δαναοί κ' εκόψαν τα μαλλιά των. και ως τό 'μαθε η μητέρα σου, με ταις θαλάσσιαις κόραις ήλθεν από το πέλαγος, και ανάκουστη εσηκώθη βοήτον πόντο, κ' έφριξαν των Αχαιών τα πλήθη. και θα ωρμούσαν ν' αναιβούντα βαθουλά καράβια, 50 αλλ' άνδρας τους εκράτησε, πολλών και αρχαίων γνώστης, ο Νέστορας, οπ' αρεστήν έδιδε εις όλα γνώμη. εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε : —Αργείοι, Αχαιόπαιδα, μη φεύγετε, σταθήτε· από το πέλαγος εδώ με ταις θαλάσσιαις κόραις 55 έρχεται η μάννα, το νεκρό παιδί της ν' αγκαλιάση.— κ' οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί τον άκουσαν κ' εμείναν. γύρω σου η κόραις στήθηκαν του γέρου της θαλάσσης, εμοιρολόγαν, και άφθαρτα φορέματα σ' ενδύσαν. καλόφωνα, με την σειράν, η εννέα Μούσαις όλαις 60 θρηνολογούσαν και άδακρυ δεν ήταν μάτι Αργείου· τόσο η γλυκόφωνη βαθειά τους είχ' εγγίξ' η Μούσα. κ' ημερονύκτια δεκαεπτά σ' εκλαίαμ' ενωμένοι, αντάμ' οι αθάνατοι θεοί με τους θνητούς ανθρώπους. σε παραδώσαμετο πυρ, μες την δεκάτη ογδόη, 65 και αρνιά παχειά σου σφάξαμε και βώδια στριφοπόδα. καιόσουν συ μες των θεών τα ενδύματα με πλήθος μέλι γλυκό και μ' αλοιφή· και γύρω εις την πυρά σου ήρωες πάμπολλοι Αχαιοίτα όπλα εταραχθήκαν, πεζοί και ιππείς· και αλαλαγμοί σηκώθηκαν και κρότοι· 70 και, αφού του Ηφαίστου σ' έφαγεν η φλόγα, τα λευκά σου κόκκαλα εμείς, το χάραμμα, συνάξαμε, Αχιλλέα, 'ς αλοιφή και άδολο κρασί, μέσατον αμφορέα απ' έδωκε η μητέρα σου, του Διονύσου δώρο, χρυσόν, και φιλοτέχνημα του δοξασμένου Ηφαίστου. 75 κει τα λευκά σου κόκκαλα είν', ένδοξε Αχιλλέα, με του Πατρόκλου ανάμικτα του προαπεθαμένου, και του Αντιλόχου χωριστά, 'που των συντρόφων όλων, αφού 'πεσεν ο Πάτροκλος, εξόχως προτιμούσες. και ολόγυρά τους θαυμαστόν σηκώσαμε και μέγαν 80 τάφον, ο ιερός στρατός των λογχιστών Αργείων, εις άκραν άκρης, 'ς τον πλατύν Ελλήσποντον επάνω, να τον διακρίνουν φανερά μακρόθε απ' τα πελάγη όσοι ζουν σήμερα θνητοί και όσοι κατόπι θα 'λθουν. και των θεών εζήτησεν η μάννα σου βραβεία 85 ωραία και τα πρόβαλετους πρώτους των Αργείων. πολλαίς σου έτυχε τα ιδής ταφαίς ανδρών ηρώων, ως, όταν συμβή θάνατος μεγάλου βασιλέα, οι νέοι ζώνοντ' άρματα, βραβεία να κερδίσουν· αλλ' εκείνα θα θαύμαζες εξόχως τα βραβεία, 90 'που πρόβαλ' η αργυρόποδη η Θέτιςτην ταφή σου· ότι πολύ σ' αγάπησαν οι αθάνατοι, Αχιλλέα· κ' ιδού τώρ', αν και απέθανες, δεν 'χάθη τ' όνομά σου, κ' αιώνια θα δοξάζεσαιτα γένη των ανθρώπων. αλλ' απ' τον πόλεμον εγώ τι κέρδος τώρ' ευρήκα; 95την γη μου φρικτόν όλεθρον μ' είχ' ετοιμάσει ο Δίας απ' της μιαρής συντρόφου μου τα χέρια και του Αιγίσθου».

Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.

Κ' εσύ, νομίζω, πως αυτού ατιμασμένος όντας, Πλούτον και εισοδήματα δεν θα παραρρουφήξεις. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς κατόπ' ο Αγαμέμνων. Φεύγα τ' ογλιγωρότερον, αν λαχταρ' η καρδιά σου. Εγώ δεν σε παρακαλώ να μένης για τ' εμένα. 'Σ εμένα κι' άλλ' ευρίσκονται οπού θα με τιμήσουν. Μάλιστ' ο Δίας ο σοφός. Εσύ δε μ' είσ' απ' όλους Τους διοθρέπτους βασιλείς ο καταμισημένος.

Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου, 'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία, τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, 300 'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα. αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας, πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι, καθένας την ημέρα του• και ωσάν θεοί τιμώνται.

Ωστόσο η κόρη του Διός, η Αθηνά η Παλλάδα, παίρνει απ' το χέρι και λαλεί του λυσσασμένου τ' Άρη 30 «Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, δεν τους αφίνουμε τους διο να πολεμάνε τώρα, σ' όπιον του Κρόνου θέλει ο γιος τη νίκη να χαρίσει, κι' ας τραβηχτούμε πίσω εμείς, μη μας θυμώσει ο Δίας