United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Φίλη, είπε ο Τριστάνος, να ο Βασιληάς και κύριός σου, οι ιππότες του και οι πολεμιστές του. Σε μια στιγμή δε θα μπορούμε πεια να μιλάμε. Στ' όνομα του παντοδυνάμου και δοξασμένου Θεού, σ' εξορκίζω αν ποτέ σου στείλω κανέναν απεσταλμένο, κάνε ό,τι θα σου παραγγείλω!

Την άλλη 'μέρα, ημέρα του δοξασμένου εκείνου πολέμου, ενώ οι Αρβανίτες με τον Καρυοφίλμπεη νικημένοι κυνηγιώνταν από τους Έλληνες, ο Καραϊσκάκης ακράτητος, φοβερός, τραντάζοντας με της φωνές του της ράχες γύρω, καθώς προχωρούσε με τ' άλογο, κάνει έτσι και βλέπει κρυμμένον άνθρωπο μέσα σε μια πατουλιά. Νόμισε πώς ήταν Τούρκος κι' αμέσως τραβάει από τη σέλλα τη μια πιστιόλα, έτοιμος να ρίξη.

Αυτός με ξάφνισε με το θάνατο του Βασιλειάδη, που έκαμε να μαυροφορέση με νέο πένθος η παρνασσική νεολαία του καιρού ύστερ' από το χαμό του Παπαρηγοπούλου· αυτός μου έφερε τον «Παρνασσό», έκδοση ανώνυμη του Ιωάννη Παπαδιαμαντοπούλου, του δοξασμένου ύστερα Μορεάς, με τα «εκλεκτά τεμάχια των συγχρόνων ποιητών» — στα 1873και με το «Γοργόν Ιέρακα» του Αλεξάνδρου Ραγκαβή, σκαλισμένο, για να περιφυλαχτή σε ακριβή κασσετίνα, χρυσαφικό μπροστά στα χοντροδουλεμένα στιχουργικά μαστορέματα των άλλων.

Και άρχιζε κιθαρίζοντας καλό τραγούδι εκείνος, ο Άρης πώς την εύμορφην αγάπησε Αφροδίτη, όταν πρωτόσμιξαν κρυφάτου Ηφαίστου τον κοιτώνα. πολλά 'δωσε και ατίμασε το νυμφικά κρεββάτι του Ηφαίστου• κ' ήλθε μηνυτής και αμέσως το 'πε κείνου, 270 ο Ήλιος, 'πουτον έρωτα τους είδε αγκαλιασμένους. και ως τ' άκουσεν ο Ήφαιστος, κατάκαρδα επληγώθη• επήγε εις το χαλκείο του και ολέθριαν είχε γνώμη. και εις μέγ' αμόνι, 'πώστησε, δεσμά να κόπτη αρχίζει, άσπαστ' αδιάλυτ', ώστ' αυτού άσειστ' οι δυο να μένουν. 275 και αφού τον δόλον έπλασε να εκδικηθή τον Άρη, προς τον κοιτώνα εκίνησε, 'που ήτο η γλυκειά του κλίνη, κ' έχυσε γύρω τα δεσμά παντούτα κλινοπόδια• ήσαν πολλά και απ' την σκεπή χυμένα ωσάν αράχνια, λεπτά, 'που δεν θα τα 'βλεπεν ουδέ των μακαρίων 280 θεών το μάτι, επίβουλα ως ήσαν μορφωμένα. και γύρω άμ' όλον άπλωσε τον δόλον εις την κλίνη, 'ς την Λήμνο τάχα εκίνησε, καλοκτισμένην πόλι, 'που αυτήνόλαις ανάμεσα ταις χώραις αγαπάει. και άμ' είδε τον καλότεχνον θεόν 'που αναχωρούσε, 285 Άρης ο χρυσοχάλινος τυφλός σκοπός δεν ήταν, και προς το δώμα εκίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου, την αγκαλιά της εύμορφης ποθώντας Κυθερείας. εκείνη μέσα εκάθιζε και μόλις είχε φθάσει απ' τον μεγαλοδύναμον πατέρα της Κρονίδη. 290 εμπήκε αυτός, της έσφιξε το χέρι και της είπε• «'Σ την κλίνην έλ', αγαπητή, να γλυκοκοιμηθούμε• ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, και θα 'ναι ήδη φθασμένοςτην Λήμνο, 'ς τ' αγριόφωνο το γένος των Σιντίων».