United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλό δε βλέπω, κυρ γιατρέ, Δεν τρώγω, δεν κοιμούμαι· Πώς λες να μη φοβούμαι; Σούρθαν στο νου καθώς θωρώ, Τα λόγια του αδερφού σου Του μεγαλήτερού σου. Ο μακρίτης φαγητό, Και ύπνον εποθούσε, Και με συχνορωτούσε. Μον εσύ, φίλε μου, επροχτές Ζουμί θαρρώ, καμπόσο Να ρούφησες ωστόσο. Αυτά ν' ακούη η ορφανή Γυναίκα του αρχινάει Να κλαίγη να θρηνάη.

ΙΠΠΟΤ. Είν' έτοιμα. Έλα, καλό παιδί μου. Αυλή εντός του μεγάρου του κόμητος Γλόστερ Εισέρχονται εκατέρωθεν ο ΕΔΜΟΝΔΟΣ και ο ΚΟΥΡΑΝ. ΕΔΜ. Καλώς τον Κουράν ! ΚΟΥΡ. Καλώς σας ηύρα, κύριέ μου. Έρχομαι από του πατρός σου. Τον ειδοποίησα, ότι ο δούκας της Κορνουάλλης και η δούκισσά του η Ρεγάνη, έρχονται εδώ απόψε. ΕΔΜ. Πώς τούτο ; ΚΟΥΡ. Δεν ηξεύρω κ' εγώ.

Γεια-χαρά σας! εχαιρέτισεν ο ποιμήν. Και εζήτησε πάραυτα πτύον να ξεχιονίση και σχηματίση ντορό. — Ξεχνώ εγώ ποτέ τον κολλήγα μου! Και συγχρόνως μαθών ότι ο κολλήγας του είχεν απέλθει εις τον ελαιώνα, τον κατέκρινε διά την τόλμην του. — Δεν ήτανε καλό αυτό, κουμπάρα! Είπε προς την Κρατήραν. — Πάνε κι' άλλοι, απήντησεν η Κρατήρα, παρηγορουμένη μόνη της και καθησυχάζουσα τον φόβον της.

Δεν μπορούμε πια ναφιερώσουμε βιβλία στο Δούκα του Ριχελίου· ταφιερώνουμε στο έθνος που τάχει πιώτερη ανάγκη. Του Πόρτιου η Γραμματική, αν τη διορθώσουμε πού και πού, μπορεί και σήμερα να φανή χρήσιμη και να την έχη ο καθένας για πρόχερο οδηγό. Πόσο ήθελα και τι καλό θα είτανε να γράφουνταν καμιά τέτοια γραμματική και σ' αφτή μας τη γλώσσα! Τον περασμένο χειμώνα ο κ.

Αλλοίμονο! δυο ολόκληρες χρονιές, κανένα νέο δεν τούρθε από την Κορνουάλλη, ούτε καλό ούτε κακό. Τότε πίστεψε ότι η Ιζόλδη δεν τον αγαπούσε πεια και τον λησμονούσε. Λοιπόν συνέβηκε μια μέρα, καθώς εκάλπαζε με μόνο τον Γκορνεβάλη, να μπη στη χώρα της Βρεττάνης. Πέρασαν μια πεδιάδα λεηλατημένη.

Άλλως τε την τελευταίαν στιγμήν είχεν εύρει μίαν διέξοδον εις την αμηχανίαν του. — Δε θέλει με το καλό; εσκέφθη, θα την πάρω με το κακό· θα την κλέψω. Και η ιδέα της απαγωγής εκαρφώθη από της στιγμής εκείνης εις τον εγκέφαλόν του. Το πράγμα άλλως δεν ήτο και δύσκολον. Η Ζερβουδοπούλα δεν ήτο ανδρογυναίκα σαν την Πηγήν να φοβήται την αντίστασίν της.

Έτσι λοιπόν θα κάνουμε κ' εμείς καλό στη χώρα απ' αύριο, η τόλμη μας αν πάη κατ' ευχή, και πάρουμε στα χέρια μας του τόπου την αρχή• γιατί, καθώς τον φτιάνουμε αυτόν τον τόπο πειά, ούτε πανιά τον παν εμπρός, μα ούτε και κουπιά! Η’ ΓΥΝΗ Μα το γυναικοπάζαρο πώς θα μπορέση πάλι και ρήτορες να βγάλη! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και στης γυναίκες ρήτορες μπορεί κανείς να βρίσκη.

Αφού είδε κι' αποείδε, η γρηά Μορισίνα, ότι καμμιά δουλειά, κανένα έργο, ό,τι κι' αν είχε καταπιαστή, δεν της εβγήκε σε καλό τέλος, στα υστερνά της βάλθηκε κι' αυτή ν' αποσάνη της κουβέντες, τα μαντάτα, και της δουλειές των αλλονών. Κ' επέρναε τον καιρό της να κρένη και να ξεστομίζη σκόλια για κάθε τι. Η μεγαλείτερη δουλειά της ήτον να λέη τραγουδάκια, να βγάζη παραγκόμια για τον καθένα.

Σ' όλα τα άλλα καλή και άξια, μάλαμα γυναίκα». Γι' αυτό κ' η Αννίτσα τη συμπονούσε και πήγαινε με τα νερά της. Ένα πρωί, πρώτη του Μαρτιού, η Ταρσίτσα σηκώθηκε χαρούμενη, σαν να είχε δει καλό όνειρο. Κάτι σιγοτραγούδησε από μέσα της, ύστερα πήρε κόκκινη κλωνά κ' έπλεξε το «Μάρτη». Ένα για την Αννίτσα, ένα για τον εαυτό της: Οπώχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην τη δη,

Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή! Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά.