United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλα να ζήσουμε μαζί σαν τα τρυγόνια, Χρύσω, Να περπατάμε τες ερμιές, τ' απάτητα τα λόγγα, Πούνε τ' ανεύρετα νερά τ' αμάζωχτα λουλούδια, Κι' οπού το λεν οι πέρδικοι κ' οι κούκοι ξεγνοιασμένοι. Ιδές, ο Μάης με τες δροσιές και τα πολλά του τ' άνθια Και με την ερωτάρικη τη μυστικιά του γλώσσα Γροίκα, τρανά σ' ανακαλεί στη μαγική αγκαλιά του Άκου, με τους κελαϊδισμούς τ' αηδόνια σ' ανακράζουν

Ο νέος ο κυνηγός δεν άκουσε τα δυο της τα χείλια, μόνο άκουσε τα δυο της τα ματάκια κ' έπεσε στην αγκαλιά της. Χίλια χρόνια βάσταξε το αγκάλιασμά τους και τα φιλιά τους άλλα τόσα. Και σα σήκωσε το κεφάλι του ο κυνηγός απ' τα γλυκά της στήθια, έβγαλε από μέσα απ' την τσάντα του μια τραχηλιά με μαργαριτάρια και την πέρασε στον άσπρο της λαιμό. Η βοσκοπούλα ξαφνιάστηκε.

ΜΑΚΒΕΘ Δεν γίνεται! ποιος ημπορεί τα δάση ν' αγγαρεύση; ποιος είν' εκείνος που 'μπορεί το δένδρον να προστάξη από της γης την αγκαλιά την ρίζα του να 'βγάλη; Ω προμαντεύματα γλυκά! Ωραία! Ω χαρά μου!

Νόμιζαν πως ζαλίστηκε, γιατί είταν ήλιος εκεί που πολεμούσε με το κύμα, κ' έλεγαν πως θαμπώθηκε από το φως και δεν έβλεπε, να γλυτώση. Εγώ θαρρώ πως ο θάνατος έχει μια γλύκα μοναδική που τραβά τους βαριοπονεμένους, και πως δεν το βάσταξε του Πάλμου η καρδιά να πη σύρε του Χάρου, όταν έρχουνταν ο Χάρος να τον πάρη στην αγκαλιά του.

Γυναίκες έτρεξαν κεπροσπάθησαν να μου σταματήσουν το αίμα και να με κατασυχάσουν. Αλλά μόνον όταν ήρθε το Βαγγελιό και μάγγιξε το χέρι της κιάκουσα τη φωνή της, καταπραΰνθηκα με μιας. Μούβαλε κιαράχνη στην πληγή και το αίμα σταμάτησε. Έπειτα με σήκωσε στην αγκαλιά της και με πήγε σπίτι. Τι ευτυχία που μούδωκε κείνη η πληγή!

Παρέκει εκοιμώντο ομού επί ενός κυλιμίου τα δύο μικρά εγγονάκια της γραίας με της κοκώνες εις την αγκαλιά, ενώ ένθεν και ένθεν των παιδιών έκειντο δύο ζεύγη υποδημάτων εκ πρασίνου αιγός δέρματος, καινουργή, συνδεδεμένα διά του σχοινίου ακόμη, δώρα του νεοελθόντος ναύτου.

Κυττάζει κατάματα την κόρη της, τη σφίγγει στην αγκαλιά της, φιλεί την και ξορκίζει με ολότρεμη φωνή : — Σα θα γροικάς το βέλασμα και το κουδουνολάσι, μη μας ξεχάσης, θύγω μου. — Όχι, μάννα μ'!... όχι, μάννα μ'!... — Έλα, σώνει σου, γριά· αφ' την τώρα να πααίνουμε! ... φώναξε άξαφνα ο γαμπρός. Και τηράζοντας αντίκρυ έδειξε στη γυναίκα του ψηλά το διάσελο.

ΙΩΝ Να ήμ' εγώ παιδί αυτού, που είνε γόνος του Διός! ΞΟΥΘΟΣ Αυτό για σένα ήτανε. ΙΩΝ Και θα μπορέσω τάχα εκείνους που μ' εγέννησαν στην αγκαλιά να σφίξω; ΞΟΥΘΟΣ Αν δώσης πίστι στο θεό. ΞΟΥΘΟΣ Αυτός ο λόγος που άκουσα τι ευχάριστος που είνε! ΙΩΝ Όπως κ' η μέρα η σημερινή. . . ΞΟΥΘΟΣ Την ευτυχία μου δίνει

Και τούτο είν' αληθινό ή άδικα το λένε; ΚΡΕΟΥΣΑ Για ποιό ρωτάς; μένει καιρός να σου το ειπώ τούτο. ΙΩΝ Αν ο πατέρας σου Ερεχθεύς της αδελφές σου εσκότωσε. ΚΡΕΟΥΣΑ Να σώση την πατρίδα του εσκότωσε της κόρες. ΙΩΝ Και πως εσώθης μόνο εσύ από της αδελφές σου; ΚΡΕΟΥΣΑ Είχα παιδί στην αγκαλιά, κ' είχα μητέρα γίνη. ΙΩΝ Αλήθεια τον πατέρα σου πως τον κατάπιε η γη;

Κι’ ο Γιάννος την ερώτησε μ’ απόκρυφην ελπίδα : —Και ποια είσαι εσύ, που δύνεσαι τον πόνο μου να γιάνης Και μ’ εμποδίζεις να ριχτώ στην αγκαλιά του Χάρου; Κι’ απολογιέται η Γύφτισσα και με θυμό του λέγει: — Εγώ είμαι η Πρωτομάγισσα, του Μάγου η θυγατέρα.