United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ομπρός, της γης ο σείστης πάγαινε με το τρίδοντο στα χέρια, και πετούσε στο κύμα όλα τα θέμελα, θες κούτσουρα θες πέτρες, πούδρωσε κι' έβαλε ο στρατός· κι' εκεί έτσι τάκανε όλα απλάδα στον Ελλήσποντο τον πελαγοδαρμένο. 30 Και το τειχί σαν γκρέμισε, τότε άμμο στο περγιάλι ξανάστρωσε, και γύρισε τους ποταμούς να πάρουν το δρόμο πούστελναν και πριν τ' αφρόδροσα νερά τους.

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ήταν μονάχα μιαν αυγή που λάλησαν τ' αηδόνια κι έχει μονάχα μιαν αυγή το κύμα αργοφλοισβίσει· και είναι οι χαρές που ζήσανε μια αυγή που ζουν αιώνια, και είναι οι χαρές που πάντα ζουν στου πόνου μας τα βάθη και είναι οι χαρέςάχ το άφαντο πανί μακριά που εχάθη! Έλαμψε κι είχε πύργος γίνει έξαφνα το άχαρο ρημάδι.

Άσε το κύμα να μας σέρνη κι ας μη ρωτούμε πού μας φέρνει· η θάλασσα δες πώς αφρίζει σαν κάμπος που μ' ανθούς γεμίζει.

Είχε διατρυπήσει όλον σχεδόν το πάχος των σανίδων, αλλ' εις την αιχμήν του τρυπάνου, προς τα έξω, άφησεν ατρύπητον λεπτόν φλοιόν, τον οποίον διέθεσε κατά τινα τρόπον, και υπελόγιζεν ότι εις τόσας ακριβώς ημέρας ή ώρας, έμελλε να τον διαπεράση το ακάματον μονότονον κύμα, το οποίον θα έπληττε τα πλευρά του σκάφους.

Ο άνδρας σου, το 'ξεύρεις, είν' ευγενής και γνωστικός και φρόνιμος, και κρίνει πόθεν ο άνεμος φυσά· άλλο να 'πώ δεν θέλω, αλλ' είναι δύσκολοι καιροί αυτοί οπού περνούμεν, ενόσω εν αγνοία μας γινόμεθα προδόται, ενόσω τι φοβούμεθα κανείς μας δεν το 'ξεύρει, και με τους φόβους του καθείς παρεξηγεί την φήμην, και όλοι αρμενίζομεν εις άγρια πελάγη όπου και όπως μας κυλά το ταραγμένον κύμα! έχε υγείαν· γρήγορα θα ξαναέλθω πάλιν. εις του κακού το έπακρον τα πράγματ' άμα φθάσουν, παύουν, ή 'ς τα πρώτα των θ' αρχίσουν να γυρίζουν. — Παιδάκι μου, ο Ύψιστοςτην σκέπην του να σ' έχη!

Ψίχουλα που τα τίναξαν, θαρρείς, οι ναύται από το δείπνον των κι' εζωντάνεψαν μέσατο κύμα. Και να, τσιμπούν την κοιλιάν της σκούνας, αναίσθητον, μπακιρωμένην. Τώρα έκαμαν κύκλον. Τώρα χορεύουν τον συρτόν. Τώρα κολυμβούν ένα-ένα. Τώρα παραβγαίνουν 'ς τ' αλάργα. Πλέουν και παίζουν. Παίζουν και πλέουν.

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Να ’ταν χωρίς να ντροπιασθή κανείς να πάθη ένα κακό, το δέχομαι, γιατί έτσι θα ήταν κέρδος μονάχα ο θάνατος· μα μια ατυχία μαζί με την ντροπή, μην πης πως φέρνει δόξα. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Μ’ αφού ο θεός βιάζει να γίνη ό, τι θα γίνη ας πάη, μια που ’λαχε του Κωκυτού το κύμα, στον άνεμ’ όλ’ η θεομίσητ’ η γενεά μας.

Το πλοίο των Μεθυμνιωτών νέων, που τη λιγαριά του κάποτε την έφαγαν τα γίδια σου, ο άνεμος το τράβηξεν εκείνη την ημέρα μακριά από τη στεριά· μα τη νύχτα, άμα σηκώθηκε στη θάλασσα πελαγήσιος άνεμος, έπεσ' έξω στη στεριά απάνω στους ακριανούς βράχους· κι αυτό χάθηκε μαζί με πολλά πράματα που ήτανε μέσα· ένα πουγγί όμως με τρεις χιλιάδες δραχμές τόβγαλε το κύμα στην αμμουδιά και κείτεται σκεπασμένο με φύκια κοντά σ' ένα ψόφιο δελφίνι, που εξ αιτίας ποτέ δεν πήγε κοντά κανένας διαβάτης, φεύγοντας τη βρώμα του ψοφιμιού.

Η γάτα πήδησε χαρούμενη στο πάτωμα, ψήλωσε το κορμί της σαν να λούζονταν στο φωτεινό κύμα που κύλισε απόξω κι άρχισε να παίζη μ' ένα φύλλο χαρτιού που βρέθηκε στα νύχια της. — Κ' οι λέξες ζωντανεύουν και ξανανιώνουν τώρα· είπε σκεφτικός ο Αλαμάνος. — Θαύμα· εψυθίρισε κι' ο Αριστόδημος ανασηκώνοντας το κεφάλι του. — Αυτό το θαύμα είνε καθημερινό· είπε ο Δημητράκης.

Ο δε Αννίβας ο δυστυχής είχεν ακολουθήσει και αυτός τον αυτόν δρόμον, αλλά κατ' ευτυχίαν έν κύμα, μειλιχιώτερον των λοιπών, τον ευσπλαγχνίσθη, και απέθηκεν αυτόν ηρέμα επί της άμμου. Ο αλιεύς, αν και ιλιγγία και ήλγει την κεφαλήν εκ του τρομερού εκείνου κτύπου, υπηγέρθη ησύχως, και τετραποδίζων επί της άμμου κατώρθωσε να φθάση εις μέρος τι, όπου δεν τον έφθανον τα κύματα.