United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ζουάν Μαρία μου έφερε κάποτε μια. Ένοιωσα ότι είχε τη μυρωδιά του κακού και έπεσα καταγής σαν να πέρασε άνεμος. Τι πρέπει να κάνω, ψυχή μου; Εάν δε σώσω την ψυχή μου, τι άλλο έχω αδελφέ μου;» «Τα λεφτά όμως του πεθαμένου τα πήρες, μπαγαμπόντηείπε ο Έφις. «Δικά μου ήταν. Τι τα θέλει τα λεφτά ένας πεθαμένος; Ένα σου λέω: δεν έκλεψα ούτε έχυσα ποτέ αίμα. Ούτε τ’ αδέλφια του Ιωσήφ έχυσαν αίμα.

Λιοβόρι , ζεστός και δυνατός καλοκαιρινός άνεμος=λιψ. — Λιάς = Ηλίας. — Λουμάκι , νεόφυτον δένδρον ευθυτενές. Οώ! Οώ! =σάλαγος βοδιού. — Όι, όι =σάλαγος προβάτων. — Ορμάνι δάσος πυκνόν.

Και πόσες φορές, όταν ο άνεμος αργοκινώντας τα σύγνεφα ανεκάτωνε τα υφάσματα και άλλαζε τη ζωγραφιά, έτρεμα μήπως χάσω τη μόνη μου παρηγοριά!

Είπε κ' επροπορεύθηκε κ' εκείνοι ακολουθούσαν. και όλα τα πήραν κ' έθεσαν μες το καλοστρωμένο καράβι, ως επαράγγειλεν ο γόνος του Οδυσσέα. 415 και ανέβηκε ο Τηλέμαχοςτο πλοίον, κ' εκυβέρνα η Αθηνά, κ' εκάθισετην πρύμνη• και σιμά της κάθισεν ο Τηλέμαχος• τα παλαμάρια κείνοι λύσαν, ανέβηκαν και αυτοί καιτα ζυγά καθίσαν, κ' ευθύς πρύμον τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, 420 τον Ζέφυρον 'που αχά σφοδρόςτο μαύρο κύμα επάνω• κ' επρόσταξε ο Τηλέμαχος αμέσως τους συντρόφους να πιάσουν τ' άρμεν'• άκουσαν την προσταγήν εκείνοι, κ' εσήκωσαν και άμ' έστησαντο κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια. 425 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα ολόλευκα πανία• και μες τη μέση το πανί ο άνεμος φουσκόνει, καιτην καρίνα, ως σχίζεται, βροντή το μαύρο κύμα• κ' έτρεχ' εκείνο κ' έκοβε δρόμον πολύτο κύμα• κ' έδεσεν όλα τ' άρμενατο μαύρο το καράβι, 430 και με κρασί στεφάνωσαν κρατήραις οπού 'στήσαν, και των θεών εσπόνδισαν αφθάρτων, αθανάτων, και μάλιστα προς του Διός την γλαυκομμάτα κόρη. και ολονυκτής και την αυγήν εκείνο επροχωρούσε.

Αλλά μόλις εξηφανίσθη ο Μπάρμπα-Σταυρής με τα τρία ξύλα του, ως είδομεν, και ψεκάδες πυκναί ήρχισαν να πίπτουν. Ο άνεμος ετράπη προς το βορειοανατολικόν του ορίζοντος και μετ' ολίγον βροχή δαρτή ήρχισε να πίπτη. Θόρυβος επηκολούθησε τότε και ταραχή μεγάλη εις τας πέριξ εκεί άλλας τραπέζας των παιγνιοπωλών, και φωναί και βλασφημίαι ηκούσθησαν.

Κ' έπλασε το δικό του κόσμο έξω στο νησί, Όταν η θαλασσοταραχή έβραζε κι ο άνεμος βογγούσε, έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω τη θάλασσα, που βούιζε, και μπορούσε να μένη ώρες εκεί. Όταν ο ουρανός είτανε γαλανός κι ο άνεμος φυσούσε στο νησί ψυχρός και σιγανός, κατέβαινε μόνος στο αγιάλι, ψάρευε θαλασσινά άστρα και μάθαινε να παίζη με βαρκούλες.

Ο άνεμος έμοιαζε να παρασέρνει μαζί του στο μονοπάτι τα άλογα που τα καβαλούσαν χωριάτες κουκουλοφόροι.

Ο άνεμος εναντίος ήδη, κολπών τα ιστία, με λύσσαν, έγυρε προς την αριστεράν άλλην πλευράν την σκούναν, ήτις κλονισθείσα αποτόμως εφάνη ότι εστάθη.

Κατακόκκινο, με τρίχα ορθή, φριγμένη, με μάτια κάρβουνα αναμένα. Σταβροκοπιώνται με τρομάρα πολλή, αρχινάει τα ξόρκια ο παπάς, και το σκυλί, γένεται άνεμος κ' έσβυσε, γένεται μπουχός κ' εχάθη...

Έτσι, τα φυσικά φαινόμενα προσωποποιούνται συχνά, προεκτείνοντας το ανθρώπινο δράμα. «Περνάει ο άνεμος και τα καλάμια τρέμουν και ψιθυρίζουν: Έφις θυμάσαι, Έφις θυμάσαι; Έφυγες, ξαναγύρισες, είσαι πάλι ανάμεσά μας σαν κάποιος της οικογένειας. Άλλος λυγίζει και άλλος σπάει, άλλος αντέχει σήμερα, αλλά θα λυγίσει αύριο και μεθαύριο θα σπάσει. Έφις θυμάσαι