United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολομόναχο το κοριτσάκι, αλαλιασμένο απ’ το φόβο του θανάτου έστριβε τα χέρια του. . έπειτα πήγε και γονάτισε μπρος στο κρεββάτι και φιλούσε το χέρι της Βεργινίας που κρεμόταν απόξω ; Βεργινία μου ! αγάπη μου Βεργινία! εγώ είμαι, ο Νίκος σου! έτσι της φώναζε, θαρρώντας πως θα την ξυπνούσε η δύναμη του αγαπημένου της ονόματος, γιατί αισθανόταν πως αυτήν και πεθαμένη θα την ξύπναγε εκείνο τόνομα. . . Και ξανασηκώθηκε απάνω και της έσταξ' αιθέρα στο στόμα, καταπώς είδε να κάνη ο Νίκος. . της έρριξε νερά στο πρόσωπο τόσο που την καταμούσκεψε.

Και πριν καιρό μου αφίση, Για πιον να τον ρωτήσω, Το στόμα του σα βρύση Επήγαινε ξοπίσω Να λέη για κείνον τόσα, Που του αποσταίνει η γλώσσα, Και αφού αποξεθυμαίνει Να τον κατηγοράη, Ανήσυχος προσμένει· Στα μάτια με τηράει, Να ιδή τι γνώμην έχω, Κι' αν στα νερά του τρέχω. Κυρ Μώμε, το σκοπό σου, Του λέω, καλά απεικάζω. Μηδέ το φέρσιμό σου Εγώ καταδικάζω. Μον δεν μπρω ν' ακούσω Για να σε υπακούσω.

Οι Μικροχωρίτες, αν κι' έχουν γύρα τους άλλα ποταμάκια και ρεματιές με ξάστερα νερά, πάντοτε παίρνουν νερό από τον Καλαμά.

Και με τα παράπονά τους Σε μια λίμνη εκεί κοντά τους Παν με τέλια απόφασί τους Να σκολάσουν τη ζωή τους, 880 Προς της άκραις ότι σόνουν, Κοντοστέκοντας ζυγόνουν· Κι' ένα πλήθος Μπακακάδες Που εμούλοναν σ' αράδες, Την πεδοβολή αγρηκόντας 885 Στα νερά βουτάν πηδόντας. Κι' οι Λαγοί να ιδούν, πως κι' άλλοι Ζιούσαν σ' όμια φόβου ζάλη, Το σκοπό ξαποφασίζουν, Και στα πλάγιά τους γυρίζουν, 890

Και είνε τόσον σκυθρωπόν και τόσον περιλύπως κρέμονται τα γηραιά του χείλη, ώστε νομίζετε ότι μελετά αυτοκτονίαν. Κατά την διάβασιν του τροχιοδρόμου, ο Αχαμνόων στρέφει προς αυτόν το σκοτεινόν του βλέμμα και έπειτα τα γωνιώδη νώτα του. Μία ηθοποιός θα ηδύνατο να λάβη μαθήματα μεγαλοπρεπούς περιφρονήσεως από το παλιάλογον αυτό. — Τι μαύρα τα νερά αυτής της σούδας!

Ο ποταμός με τον λευκοκίτρινον βυθόν του επάφλαζε τρέχων. Ιτέαι και φιλύραι εκρέμαντο επάνω από τα σπεύδοντα νερά του. O Ρούντυ εβάδισε όλο το μονοπάτι το προς την κατοικίαν του Μυλωθρού. — Αλλά όπως λέει το τραγούδι των παιδιών: &«Μα 'στο σπίτι πού κανείς! Μόνον βγαίν' η γάζα ευθύς!»&

Δηλαδή ή πρόκειται να εύρωμεν ότι όλα τα βαρειά νερά είναι βλαβερά, ή ότι τούτο εδώ είναι βαρύ. Ότι δε η φρόνησις δεν είναι επιστήμη είναι ολοφάνερον. Διότι, καθώς είπαμεν, περιστρέφεται εις το τελευταίον. Διότι τοιούτον είναι παν ό,τι είναι εκτελεστόν. Και βεβαίως αντιτίθεται προς τον νουν. Διότι εις αυτό και θα σταματήση.

»Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει, Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά; Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.» »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα, Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά. Μεςτο λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα, Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά

Η Νύκτα μένει 'ςτά νερά, νεραϊδωμένη κόρη. Κι όταν ο Ήλιος χάνεται απ' τον Απάνου-Κόσμο, Προβάλλει αυτή μυριώμορφη γλυκειά, καμαρωμένη, Και περπατεί τα ρέμματα, ταις ποταμιαίς, τα πλάγια... Λαμποκοπάν 'ςτά στήθηα της και 'ςτό κορμί της γύρω Τα μαγεμμένα λούλουδα, χρυσά χιλιάδες άστρα, Και μέσ' 'ςτό μέτωπο ψηλά, σαν βασιλίσσης στέμμα, Το πλειό μεγάλο λούλουδο, τώμορφο το φεγγάρι.

Καθώς όμως οι μπόρες στα πρωτοβρόχια, εκεί που χρειάζουνταν η γης απλό δρόσισμα, κατεβαίνουν και γεμίζουνε λαγκαδιές, κι άξαφνα ροβολούν ποτάμια και συνεπαίρνουνε δέντρα και λιθάρια, και πλημμυρίζουνε χωράφια όχι μονάχα με νερά και με λασπουριά, παρά και με κούτσουρα και με πέτρες, που θαρρείς και πια δε θα δουν προκοπή, έτσι και τα μέτρα του Θεοδοσίου σαν μπόρες κατέβαιναν και παραζάλιζαν και συνέπαιρναν τότες τον κόσμο.