United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γλυκύς αυτός πόθος του δεν εβράδυνε να εκπληρωθή, διότι μίαν άλλην ημέραν φορτωμένος το δισσάκιον των ελεών, με τα χονδρά του ράκη και τα μεγάλα κρητικά υποδήματα, με τα λεπτοκαμωμένα και σκολιά ποδαράκια του, αναβαίνων τον ελικοειδή δρόμον, κατέπεσεν από του καύματος υπό τινα δροσεράν πευκών συστάδα, και ανακλιθείς, με προσκέφαλον το δισάκκιον, εβυθίσθη εις δροσερόν ύπνον, και εβράδυνε να κομίση προς τον Γέροντά του το δισάκκιον με τα ελέη, διαρπαγέντα, κατά τον ύπνον του, υπό λωποδυτών.

Ενθυμηθήτε τι θα έπραττον ούτοι πιθανώς προς σας, εάν ενίκων, και προ πάντων ότι αυτοί υπήρξαν οι πρώτοι αδικήσαντες. Οι άνευ προφάσεως προσβάλλοντές τινα επιμένουν μέχρις ου τον εξολοθρεύσουν, επειδή φοβούνται τον εκ του υπολειπομένου εχθρού κίνδυνον· διότι ο αδίκως παθών τι οργίζεται μάλλον κατά του αδικήσαντος αυτόν παρά ο παθών τι από δικαίας αιτίας.

Άπαξ ή δις μάλιστα ενόμισεν ότι εστάθη, το έφερεν εις τα ώτα του, και αποτεινόμενος εις μικρόν τινα, ωχρόν και καχεκτικόν νεανίσκον, όστις έγραφε κεκυφώς επί παρακειμένου τραπεζίου και εξετέλει παρά τω Περδίκη το διπλούν έργον γραμματέως συνάμα και υπηρέτου, τον ηρώτησε·Τι ώρα έχεις Δημήτρη; α! λησμόνησα ότι δεν έχεις ρωλόγι.

Το βλέμμα αυτής, μελιχρόν και πλήρες γοητείας, διένεμεν έρωτας και ηδονάς γλυκείας εις τους πιστούς αυτής λατρευτάς. Εν τούτοις οξυδερκής παρατηρητής ήθελεν ανακαλύψει εις την έκφρασιν του προσώπου αυτής και αδιόρατόν τινα πικρίαν ανεπαίσθητον εις τους πολλούς των ανθρώπων.

Ο μεν Πρωταγόρας, αφ' ου τόσα και τόσον εύμορφα ωμίλησεν, ετελείωσε την ομιλίαν του. Και εγώ διά πολλήν μεν ώραν μαγευμένος τον εκύτταζα ακόμη μήπως είπη και τίποτε άλλο, επειδή επεθύμουν να τον ακούω· όταν δε πλέον εκατάλαβα ότι πραγματικώς είχε παύσει, κάπως μετά δυσκολίας αφ' ου συνεκέντρωσα τρόπον τινά τον εαυτόν μου, εκύτταξα τον Ιπποκράτην και είπον·

Και τούτο όχι από ελαφρότητά τινα συνήθη εις την ηλικίαν της· τουναντίον αύτη ήτο κόρη σοβαρά και εμβριθής, χαρακτήρος τολμηρού και αποφασιστικού. Αλλά δεν έκαμνε τας σκέψεις του Γιάννου. Της ήρκεσεν ότι έμαθε πως ο Γιάννος υπέφερεν εκεί, πως κάτι σπουδαίον έπασχεν από την μητέρα της και την εμίσησεν ευθύς.

Αλλά ήτο να λείψη; Νύκτα πήγαινε, νύκτα έφευγε. Πλην καμμία φορά θα επιτύχη πάντοτε ο κλέπτης. Ιδίως όταν επήγαινεν εις τον Παπά-Ιερεμίαν, πάντοτε ήθελεν ανακαλύψη ζημίαν τινά.

Περί της Αλκυώνος υπάρχει παλαιός μύθος, κατά τον οποίον υπήρξέ ποτε γυνή, θυγάτηρ Αιόλου του Έλληνος, η οποία εθρήνει τον αποθανόντα πολυφίλητον και νεαρόν σύζυγον αυτής, Κήυκα τον Τραχίνιον υιόν Εωσφόρου του αστέρος, λαμπρού πατρός λαμπρόν υιόν• έπειτα δε κατά τινα θείαν θέλησιν μεταμορφωθείσα εις πτηνόν περιίπταται και πλανάται εις τας θαλάσσας ζητούσα εκείνον, τον οποίον δεν ηδυνήθη να εύρη πλανωμένη ανά την γην.

Μπονάτσα και σήμερα! Επανελάμβανε καθ' εκάστην προς την σύζυγόν του. Και αρεσκόμενος να φοιτά εις του Γιωργή της Θασίτσας, όπου μόνον ανεμιμνήσκετο, ως έλεγε, των τρικυμιών της θαλάσσης, λέγει ημέραν τινά προς τον οινοπώλην. — Μωρέ παιδί μου, δεν έχει και καμμιά φουρτούνα, μωρέ Γιωργή μου; — Φουρτούνες; Άλλο τίποτα! απήντα ο Γιωργής της Θασίτσας.

Ταραχθείς εκ του εωθινού της ώρας, και υποπτεύων ίσως Πασχάλιόν τινα αταξίαν σοβαρωτέραν του συνήθους, ο Πιλάτος εισήλθεν εις το Κριτήριον, όπου ο Ιησούς είχε προσαχθή, εν συντροφία, ως φαίνεται πρόδηλον, τινών εκ των κατηγόρων Του, και των βαθύτερον ενδιαφερομένων εν τη δίκη Του.