United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο απόστολος ήρεμα διορθώνει το λάθος αναφέροντας τους ακριβείς λόγους του αναστημένου Χριστού.

Το άσμα προέβαινε μελωδικώτερον πάντοτε, με τα ναξιώτικα τσακίσματά του και με την παθητικήν κρούσιν της Μαριγούλας του καπετάν-Γιακουμή, του ηδυμόλπου τσιβουρίου, όπερ ως παράπονον, το συνώδευε το παλαιόν άσμα, ηρέμα κρουόμενον, παράπονον ναύτου θαλασσοδαρμένου, παράπονον ξενιτευμένου, όπως ελαφρά-ελαφρά, κτυπά το θαλασσάκιτην ακρογιαλιά, εις τας πρωίας της αύρας του πελάγους πνοάς, ή όπως κλαίει ο πεύκος εις το πρωινόν του βουνού αγεράκι, ένα κλαύμα οπού χαίρεσαι να το απολαμβάνεις.

Μόνον, άμα εισήλθεν η Αμέρσα, η Κρινιώ, ως να ήκουσε τον μικρόν θρουν αμυδρώς μέσα εις τον ύπνον της, εκινήθη ηρέμα, εστέναξε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν, χωρίς άλλως να εξυπνήση. Αλαφροΐσκιωτη! τω όντι.

Και η αύρα πραεία εκίνει ηρέμα τους πυρσούς, χωρίς να τους σβύνη, και η άνοιξις έπεμπε τα εκλεκτότερα αρώματά της εις τον Παθόντα και Ταφέντα, ως να συνέβαλλε και αυτή «ω γλυκύ μοι έαρ, γλυκύτατόν μοι τέκνονκαι η θάλασσα φλοισβίζουσα και μορμύρουσα παρά τον αιγιαλόν επανελάμβαινε «οίμοι! γλυκύτατε ΙησούΤα δε παιδία προπορευόμενα της πομπής μεγαλοφώνως έκραζον: &Κύριε ελέησον!

Την στιγμήν εκείνην επήλθε παροξυσμός βηχός μετά διαταραχής του στομάχου εις τον φθισικόν. Εν τη παραζάλη και τω θορύβω, κ' ενώ αι δύο γυναίκες προσεπάθουν ν' ανακουφίσουν τον πάσχοντα, ο Στάθης έβαλε την χείρα υπό το προσκέφαλον, ήρπασε το χρηματοφυλάκιον, χωρίς κανείς να τον παρατηρήση, και το έθεσεν ηρέμα εις τον κόλπον του. Είτα ο Θανάσης ησύχασεν.

Πλην της αναμνήσεως, ήτις έλαμπεν ως λύχνος ανημμένος εν τη συνειδήσει, υπήρχον και άλλαι ενδόμυχοι νύξεις, υπήρχε φωνή τις ήτις εψιθύριζε λίαν ηρέμα, ώστε να μη ανατέλλη μηδεμία κακή εντύπωσις επί του προσώπου της κόρης, αλλ' αρκούντως μεγαλοφώνως ώστε ν' ακούηται υπό της καρδίας αυτής, υπήρχε φωνή ψελλίζουσα ότι δεν ήτο η Αϊμά γνησία κόρη της οικογενείας εκείνης.

Είτα κατήλθεν η νυξ, ηρέμα επί των πλευρών του όρους, σπείρουσα παντού το βαθύ και άρρητον μυστήριόν της, και οι έμψυχοι κρότοι και ψίθυροι της φύσεως, εξηγέρθησαν εις τας ράχεις, εις τους λόγγους, εις τας φάραγγας, και η οφρύς του βουνού ητμίσθη και συνεστάλη υγρά και το βλέφαρον του λόφου κατήλθε, και εκλείσθη εις έν βουνόν ρεμματιά και κάμπος.

Και διά τούτο, αναγινώσκων εις τας καρδίας των, γνωρίζων ότι Τον εζήτουν μ' εκείνο το πνεύμα το οποίον Αυτός δεν ηγάπα, ηρέμα ανέσυρε τον πέπλον της ίσως ημιασυνειδήτου υποκρισίας ήτις απέκρυπτε τούτους αφ' εαυτών, και τους ήλεγξεν ότι τον εζήτουν, όχι διότι είδον σημεία, αλλά διότι έφαγον εκ των άρτων και εχορτάσθησαν.

Η οργή του Έφις τάραξε την ηρεμία του τόπου. «Πες μου αμέσως πώς πάνε τα πράγματα με τον ντον Τζατσίντο.» Η τοκογλύφος ανασήκωσε τα άτριχα φρύδια της και τον κοίταξε ήρεμα. «Εκείνος σε στέλνει;» «Ο δήμιος που θα σε κρεμάσει με στέλνει! Μίλα, και γρήγορα μάλιστα

Ως προς τούτο δ' επεκράτησαν δύο σχολαί. Οι μεν πραότεροι και ανθρωπινώτεροι εθήρευον τας ημέρους και χλοεράς θέσεις, οι δε άγαν ζηλωταί ήσαν αυτόχρημα «κρημνοποιοί», κατά την λέξιν του αρχαίου κωμικού. Ούτοι δεν ανεπαύοντο εκ των μειλιχίων και ηρέμα μελαγχολικών θέσεων, αλλ' επεδίωκον απορρώγας βράχους, αβάτους κρημνούς και τραχείας φάραγγας.