United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΡΑΤΙΟΣ Πώς, Κύριέ μου; Και αν αυτό σε ξεπλανέση εις το ποτάμ' ή 'ς τον φρικτόν βράχον που επάνωτην βάσιν του υψηλός προς τα πελάγη κλίνει, και πάρη εκεί κάποιαν μορφήν άλλην του τρόμου, και σου αφαιρέση του νοός την εξουσίαν, ώστε να σε τρελλάνη; Τούτο συλλογίσου· βάζει ο τόπος αυτός, χωρίς άλλην αιτίαν, θανάτου πειρασμούςτην κεφαλήν εκείνου, 'πού την θάλασσαν βλέπει τόσα μέτρα κάτω και την ακούει να βροντά.

Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280 «Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου. αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω• και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι. βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσανταις μάχαις καιτα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285 αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη• για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια, και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.

Ο κηρός τήκεται και τα πτερά των πίπτουν και αυτοί κατακρημνίζονται εις πελάγη και τρικυμίας και γίνονται καταγέλαστοι.

Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• «Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου; ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι

Αγνοώ ποία μαύρα πελάγη διέπλευσαν και εις ποίον μουσείον της Εσπερίας διεπεραιώθησαν τα κειμήλια ταύτα. Αν κατωρθώθη να μείνωσιν επί του πατρίου εδάφους, θα ήτο τούτο αναμφιβόλως το ύστατον θαύμα των ταλαιπώρων εκείνων θεών. Το σπήλαιον υπήρξε κατοικία του τελευταίου των ελλήνων φιλοσόφων, του οψίμου αναμορφωτού της ΙΕ' εκατονταετηρίδος.

Αλλά το πρώτιστον εισόδημα της θειά-Αχτίτσας προήρχετο εκ του σταχομαζώματος. Τον Ιούνιον, κατ' έτος, επεβιβάζετο εις πλοίον, έπλεεν υπερπόντιος και διεπεραιούτο εις Εύβοιαν. Περιεφρόνησε το ονειδιστικόν επίθετον της «καραβωμένης», όπερ εσφενδόνιζον άλλα γύναια κατ' αυτής, διότι όνειδος εθεωρείτο το να πλέη γυνή εις τα πελάγη.

Και ο Δίας του αποκρίθηκεν ο νεφελοσυνάκτης• «Ήλιε, συ λάμπε ως έλαμπες, εδώ των αθανάτων, 385 Και των ανθρώπων των θνητώντην γη την σιτοδώρα• κ' εγώ το γοργό πλοίο τους τρίμματα ευθύς θα σχίσω με φλογοβόλον κεραυνότα σκοτεινά πελάγη». Τούτ' άκουσ' απ' την Καλυψώ, την λαμπρομάλλα νύμφη, κ' εκείνης τα 'πε, ως έλεγεν, ο γλήγορος Ερμείας. 390

Διέσχιζε πελάγη και βουνά και επτερύγιζεν επάνω μιας λευκής πόλεως, όλης μαρμαρίνης και πελεκητής, ως ήρχισε τελευταίον να βλέπη εις το όνειρόν της το κατάλευκον της Ελλάδος άστυ, το οποίον ουδέποτε είχεν ίδει, ούτε εικονισμένον.

«Εδώ γιατί 'λθες, αδελφή; ποσώς δεν σ' είδ' ως τώρα 810 να 'ρχεσαι, γιατί κατοικείς μακρυ' απ' εμένα, πέρα. την λύπη παραγγέλλεις με ν' αφήσω και τους πόνους, οπού μου θλίβουν την ψυχή, τα σπλάχνα μου ταράζουν, 'π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 815 'που εις την Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα πάλι μου 'φυγε τ' αγαπητό παιδί μουτο πλοίο, κ' είναι αμάθητοτην πράξι καιτους λόγους• για τούτον εγ' οδύρομαι πολύ παρά για κείνον, για τούτον όλη τρέμω εγώ, φοβούμαι μη μου πάθη, 820 ή 'ς τους λαούς, 'που πέρασεν, ή μέσατα πελάγη• ότ' είν' εχθροί κακόβουλοι πολλοί, 'που μηχανώνται να τον φονεύσουν, πριν ελθή οπίσωτην πατρίδα».

Καθήμενος δε εις τον ναόν, εθεώρει τον Εύξεινον Πόντον όστις είναι άξιος θαυμασμού, διότι από όλα τα πελάγη αυτός είναι ο θαυμασιώτατος· το μεν μήκος αυτού είναι ένδεκα χιλιάδων και εκατόν σταδίων, το δε μέγιστον πλάτος τριών χιλιάδων και τριακοσίων σταδίων.