United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείθεν επέστρεψεν εις την Αίγυπτον, και λαβών ως λέγουσιν οι ιερείς πολύν στρατόν εκίνησε διά ξηράς και υπέταξεν όλους τους λαούς όσους εύρεν εν τη πορεία του.

Και χάρισαν μερικά ψίχουλα ισοπολιτείας στους χριστιανικούς λαούς, που κατοικούν μέσα στο κράτος τους.

Τοιούτος είνε ο τόπος• πρέπει δε να σκεφθώμεν μαζή πώς θα δυνηθώμεν ν' ανταγωνισθώμεν προς τόσους λαούς διά να δυνηθώμεν να ζήσωμεν με ησυχίαν. Πόσοι είνε όλοι αυτοί; ηρώτησα. Περισσότεροι από χίλιοι, απήντησεν ο γέρων. Και τίνος είδους όπλα έχουν; Μόνον ψαροκόκκαλα. Τότε θα μας είνε εύκολον να τους πολεμήσωμεν, αφού ημείς έχομεν όπλα και αυτοί είνε άοπλοι.

Και η λευκοχέρα Ναυσικά απάντησέ του κ' είπε• «Όχι, αγενής ή ανόητος, ω ξέν', εσύ δεν δείχνεις• την ευτυχία των θνητών μοιράζ' ο Ολύμπιος Δίας, των ευγενών, των αγενών, του καθενός ως θέλει• και σένα τούτα σ' έδωκε και ανάγκη να υπομείνης. 190 αλλ' αφού πάτησεςτην γη και χώραν ιδική μας, δεν θα σου λείψη φόρεμα, ούτ' άλλο απ' όσα πρέπει να λάβη, όπου προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης. την πόλι θα σου δείξω εγώ, και τους λαούς θα σ' είπω• την πόλι τούτη και την γην οι Φαίακες κρατούσι, 195 κ' εγώ 'μαι του γενναιόκαρδου η κόρη του Αλκινόου, κ' οι Φαίακες οι δυνατοίεκείνον κρέμοντ' όλοι».

Αυτά 'πε, και όλοι πρόθυμα συμφώνησαν, κ' έστειλαν καθένας τους τον κήρυκα, τα δώρ' αυτού να φέρη. έδωσ' εκείνου απάντησιν ο Ευρύαλος και του 'πε• 400 «Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, τον ξένον, ως παράγγειλες, εγώ θε να πραΰνω. τούτο τ' ολόχαλκο σπαθί, 'που επάν' έχει ασημένια λαβή, και από νηοπριόνιστον ελέφαντα θηκάρι, θε να του δώσω• ατίμητο δώρο θα το 'χει ο ξένος». 405

Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς κατόπ', ο γοργοπόδης· Ένδοξ' Ατρείδη, και πολλά φιλόπλουτε απ' όλους· Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί πώς να σε δώσουν δώρον; Δώρα πολλά δεν ξεύρομεν πούποτ' αποθεμένα· Αλλά τα όσ' αρπάξαμεν από ταις πολιτείαις, Αυτά διαμοιράσθηκαν· κι' αυτά δεν παραπρέπει Να τα μεταμαζώξωμεν απ' τους λαούς οπίσω.

«Και πώς, παιδί μου, ο στοχασμός 'ςτον νου σου αυτός γεννήθη; και με ποιον τρόπο θε να πας της γης εις τόσο μάκρος, 'που 'σαι μονάκριβος υιός! και απ' την πατρίδα πέρα 365 εχάθ' εις άγνωστους λαούς ο θείος Οδυσσέας. και αυτοί θα σ' επιβουλευθούν με δόλο, άμ' εσύ φύγης, να σ' αφανίσουν, και όλ' αυτά να μοιρασθούν εκείνοι. αλλά κάθουτο σπίτι σου• ποσώς δεν σε συμφέρει 'ς τ' άπατο μέσα πέλαγος κακά να παραδέρνης». 370

Τους ομήρους τούτους κατέθεσεν εις την Κόρινθον και προσεπάθησε να ελκύση τους λαούς τούτους εις την συμμαχίαν του. Οι δε Λακεδαιμόνιοι διέταξαν τας υπό την δικαιοδοσίαν των πόλεις να κατασκευάσουν εκατόν πλοία.

Κι' αυτοί μεν εταξίδευσαντον νερουλόν τον δρόμον, Τους δε λαούς να αγνισθούν επρόσταξ' ο Ατρείδης· Κι' αγνίζουνταν, και έρριχναντην θάλασσαν ταις λέραις· Καιτον Απόλλων' έκαμναν θυσίαν εκατόμβαις Τέλειαις ταύρων και γιδιών, σιμάτο περιγιάλι Της θάλασσας της άπατης· κι' αναίβαινεν η λίπατον ουρανόν με τον καπνόν στριφοκουλουριασμένη.

Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε στη Δύσι την τρισβάρβαρη, να ημερώσουν κ' εκείνης τους λαούς, να δοξάσουν κ' εκείνης τα χώματα. Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί.