United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά την άλωσιν των φρουρίων τούτων πολλοί άνθρωποι εφονεύθησαν και εζωγρήθησαν, όλα δε τα πλούτη ηρπάγησαν· επειδή οι Αθηναίοι μετεχειρίζοντο τα φρούρια ταύτα, διά να αποθέτουν κάθε θησαυρόν των, ευρίσκοντο εντός αυτών πολλά μεν χρήματα και τρόφιμα εμπόρων, πολλά δε και των τριηράρχων· ευρίσκοντο επίσης τα ιστία και τα άλλα σκεύη τεσσαράκοντα πλοίων και τρία πλοία τραβηγμένα εις την ξηράν.

ΕΡΜ. Κύτταξε εκεί που φαίνεται μία μεγάλη ακρόπολις με τριπλούν τείχος• είνε αι Σάρδεις• βλέπεις δε τώρα και τον Κροίσον ξαπλωμένον επάνω εις χρυσήν κλίνην και συνδιαλεγόμενον με τον Σόλωνα τον Αθηναίον. Θέλεις ν' ακούσωμεν τι λέγουν; ΧΑΡ. Μάλιστα. ΚΡΟΙΣΟΣ. Είδες, ω ξένε Αθηναίε, τα πλούτη μου και τους θησαυρούς και πόσον χρυσόν άκοπον έχω και την άλλην μου πολυτέλειαν.

Κ' ύστερ', αφ' ου συντρίψωμεν Τον έχθιστον ζυγόν, Αλλά όχι αβέβαια πλούτη Θέλει μας δώσει πάλιν Η Ελευθερία. Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν, Ω φίλοι, ας παραιτήσωμεν Ξηρή Πέτρα το στρώμα, Φαρμάκι το ψωμί Της δουλείας είνε. Εδώ, 'σάν αναθήματα, Εις τον βωμόν πλησίον, Τους συγγενείς, τα τέκνα μας Αγαπητά, τους γέροντας Τώρα ας αφήσωμεν.

Ο είς εξ αυτών λ.χ. εδίδασκε ν' απολαμβάνωμεν πάσαν ήδονήν και μόνον την ηδονήν να επιζητώμεν εις όλα, διότι αυτά είνε η τελεία ευτυχία• ο άλλος εξ εναντίας εδίδασκε να εργαζώμεθα διηνεκώς και να μοχθούμεν, να σκληραγωγούμεν το σώμα και να είμεθα ρυπαροί και ελεεινοί, να ενοχλούμεν δε τους πάντας και να τους υβρίζωμεν και συχνά επανελάμβανε τους πασίγνωστους στίχους του Ησιόδου περί αρετής, περί του ιδρώτος και περί της αναβάσεως εις την κορυφήν• άλλος συνεβούλευε να περιφρονούμεν τα πλούτη και ν' αδιαφορούμεν διά την απόκτησιν αυτών• άλλος εξ εναντίας ήτο της γνώμης ότι και ο πλούτος είνε κάτι αγαθόν.

Κραταιότατε βασιλεύ, η βασιλεία σου πρέπει να ηξεύρει, ότι εγώ μετά τον θάνατον του πατρός μας, υπανδρεύθην με έναν από τας πρώτας οικογενείας της Βαβυλώνος διά την πλουσίαν προίκαν μου· αλλά μετά ένα χρόνον εχήρευσα και αποφάσισα να ζήσω ανύπανδρη εις το εξής, επειδή είχα αρκετά πλούτη, έως εννενήντα χιλιάδες φλωριά· και αφού πέρασαν οι έξ μήνες της χηρείας και άφησα τα πένθιμα, έκαμα διάφορα λαμπρά και πολυτελή φορέματα διά να χαρώ την νεότητά μου.

Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους.

Τούτος ο θαλάσσιος ακούοντας ένα βαστάζον, που συχνάκις επερνούσεν από το σπήτι του να μέμφεται την τύχην του και να λέγη μεγαλοφώνως προς τον μέγαν Προφήτην «τι σου έπταισα εγώ και με κατεδίκασες να ζω μίαν ζωήν τόσον ταλαιπωρημένην, κοπιαστικήν, καταφρονεμένην και μόνον κερδαίνων τον επιούσιον άρτον, φορτωμένος ολημερίς και πεινασμένος; Και ο Σεβάχ θαλασσινός τι καλόν έκαμε και έχει τόσα πλούτη, τόσες ξεφάντωσες, και τόσες ανάπαυσες; βλέποντας, λέγω, αυτόν να κακοτυχίζεται ούτως, έστειλεν έναν από τους δούλους του να καλέση εις το συμπόσιον την πρώτην ημέραν της εβδομάδος τον άνωθεν βαστάζον που εκείνην την ώραν επερνούσεν από την πόρταν του φορτωμένος και είχεν ακουμπίσει εκεί διά να ξεκουρασθή.

Και σεις οι άλλοι κύριοι, οι πιστοί εκτελεστοί των αποφάσεων της σχολής. Χειρούργοι, φαρμακοποιοί και όλη η συντροφία έχετε υγείαν, πλούτη και τιμήν και όρεξιν καλήν.

Των τιμών η αγάπη είναι το μόνον πάθος, το οποίον ουδέποτε γηράζει και εις το γήρας η μόνη ηδονή δεν είναι, ως λέγουν μερικοί, το να συναθροίζουν πλούτη, αλλά το να τιμώνται.

Ο Βασιλεύς όλος χαρά, έτρεξε και επήρε το γεράκι του, και το εφίλησε με μεγάλον πόθον· έπειτα γυρίζοντας προς τον Καλάφ του λέγει· τι άνθρωπος είσαι εσύ, αγαπημένε μου; μου φαίνεται πως είσαι ξένος, πες μου το λοιπόν πώς ευρίσκεσαι εδώ; Αυθέντη, του απεκρίθη ο Καλάφ· εγώ είμαι υιός ενός πραγματευτού από την Βίσραν, ο οποίος είχε πολλά πλούτη, και ταξειδεύοντάς με αυτόν και με την μητέρα μου διά να πάμε εις το Μπαγδάτ, εσυναπαντήσαμε κλέφτες εις την στράταν και μας έγδυσαν από ό,τι είχαμεν, και ζητώντας ελεημοσύνην εφθάσαμεν έως εδώ.