United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι λέγεις λοιπόν; — Δεν τον είδα πού πήγε. Τον είδα μόνον ποίον δρόμον επήρε. — Και δεν τον ακολούθησες; Ο βοσκός εκύτταξε τον ιππότην, ως να εζήτει παρ' αυτού δικαιολογίαν. Εφαίνετο λέγων αυτώ: Δεν μοι έδωκες παραγγελλίαν να τον ακολουθήσω. Ο ιππότης λαβών τον λόγον είπε·Δεν φταίγει αυτός, αρχηγέ. — Ποίος λοιπόν; — Δεν τω είπα εγώ να τον ακολουθήση. — Αλλά τι τω είπες;

Και όχι μόνον συνήνεσε, λαβών αυτό, να ανοίξη εις τον Έρωτα τας θύρας της φυλακής του, αλλ' υπεσχέθη μάλιστα εις αυτόν και να τον συνδράμη εις ανεύρεσιν της απολεσθείσης ερωμένης του.

Υπακούσας ο φίλος εξετέλεσε την σκληράν διαταγήν και λαβών την προσφιλή του αρχηγού του κεφαλήν, κατέθεσεν αυτήν εντός δισακκίου και εσώθη φεύγων. Διωκόμενος ακαταπαύστως υπό των εχθρών και μη στέργων να παραιτήση την πολύτιμον παρακαταθήκην, έτρεχεν επί πολλάς ημέρας, εν μέσω κρημνών και βράχων, ζητών απόκεντρον και άγνωστον τινα κρύπτην, όπως ασφαλώς ενταφιάση το πεφιλημένον λείψανον.

Χρονιάρα μέρα! είπεν. Ο δε αγαθός ποιμήν δεν ηδύνατο πλέον να παραμερίση. Αφ' ης στιγμής εισήλθε φέρων υπό μάλης τον γέροντα, κεκμηκώς και ασθμαίνων, δεν απεμακρύνθη, έως ου τον είδεν άσπρον-άσπρον, ως εξαχθέντα εκ της χιόνος, να κάθηται εγγύς της εστίας καπνίζων το γλυκύ τσιμπούκιόν του· και τότε λαβών την χιλιάρικην εξεκουράζετο ο καϋμένος θερμαινόμενος και απ' έξω και από μέσα.

Μετ' ολίγον ο παπά-Σεραφάκος μετά φόβου λαβών την Πορταΐτισσαν την ήγγισεν επάνω εις την κεφαλήν μου. Εζαλίσθην, βαρειά μ' εφάνη. βάρος ακατάσχετον. Ανατριχίλα ως από πυρετού ισχυρού μου ήλθεν. Όλον μου το σώμα έτρεμε. Την καρδίαν μου την έσφιγγε χέρι δυνατό, να την σπαράξη. Η γλώσσα μου ετραύλιζε λέξεις ασυναρτήτους. Ο παπά-Σεραφάκος εδιάβαζεν, εδιάβαζεν.

Τας πρώτας επιγαμίας έκαμεν ο Δαρείος με τους Πέρσας, λαβών γυναίκας δύο θυγατέρας του Κύρου, την Άτοσσαν και την Αρτυστώνην, εκ των οποίων η μεν Άτοσσα υπήρξε γυνή πρώτον μεν του αδελφού της Καμβύσου έπειτα δε του μάγου, η δε Αρτυστώνη ήτο παρθένος.

Δηλαδή η αξία δεν μετρείται με χρήματα, τίμημα δε αντάξιον αυτής δεν είναι δυνατόν να ευρεθή, αλλ' ίσως είναι αρκετόν ό,τι είναι δυνατόν, καθώς προς τους θεούς και τους γονείς. ― Όταν όμως η χορήγησις δεν είναι τοιούτου είδους, αλλά με ωρισμένον όρον, κυρίως μεν ίσως πρέπει η ανταπόδοσις να είναι κατά την γνώμην και των δύο δικαία, εάν όμως τούτο δεν γίνεται, όχι μόνον αναγκαίον θα είναι να επιβάλλη όρους ο πρώτος λαβών, αλλά και δίκαιον.

Την πρωίαν, ο πρώτος πορθμεύς, προς τον οποίον είχεν αποταθή, ο μπάρμπα-Γιάννης ο Ξυνιώτης, αφού δεν εσυμφώνησε με τον πραγματευτήν, απεφάσισε ν' ανασύρη τα δερματοτύρια διά λογαριασμόν ιδικόν του. Όθεν, λαβών τον γάντζον του, έπλευσεν εις την Καναπίτσαν και ψάχνων σιγά-σιγά ανεύρε και ηλίευσεν εκ των δεκαοχτώ τα δεκατρία δερματοτύρια.

Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.

Ακολούθως δε, λαβών αφορμήν έκ τινος παρατηρήσεως ενός των δαιτημόνων, διηγήθη την παραβολήν ταύτην. Βασιλεύς τις είχε στείλη πολλάς προσκλήσεις εις μέγα συμπόσιον, αλλ' όταν ήλθεν η ώρα, εύρε παντού γενικήν άρνησιν. Ο είς είχε το κτήμα του να καλλιεργήση, άλλος ησχολείτο να πωλή και ν' αγοράζη και δεν ηυκαίρει, τρίτος τις είχεν οικιακάς αναπαύσεις και δεν ηδύνατο.