United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον ο θάνατος που δεν υποφέρει κανένα να είναι εις τον κόσμον ευτυχισμένος, έρχεται αιφνιδίως και σηκώνει τον γέροντα πραγματευτήν.

Η γραία με ωδήγησεν εις ένα που αυτή εγνώριζε νέον πραγματευτήν, ο οποίος είχεν από κάθε είδος μεταξωτά· εκεί εδιάλεξα ένα που μου άρεσε τόσον, ώστε διά να το πάρω ήθελα δώσει κάθε τιμήν που ήθελε μου ζητήσει.

Ο βασιλεύς έκαμε διά να περάσωμεν από έμπροσθέν του από μίαν φοράν, και οπόταν επέρασα εγώ από έμπροσθέν του, τον βλέπεις και κατεβαίνει από τον θρόνον του, και πλησιάζει προς εμένα και με θαυμασμόν λέγει· τι ωραιότης είνε εις ετούτην την σκλάβα; τι εύμορφα καμωμένη και νόστιμη; τι στόμα; τι μάτια; τι μορφή είνε ετούτη; αχ φίλε μου, γυρίζει προς τον πραγματευτήν και του λέγει· από όσες σκλάβες μου επούλησες αφού και σε γνωρίζω, παρόμοιαν ωσάν ετούτην δεν είδα· ζήτησε το τι θέλεις δι' αυτήν μόνην, επειδή και αυτή μόνη αξίζει διά χίλιες.

Ο γέρων, καθώς εβάδιζε πρώτος, αδυνατών να διακρίνη τα αντικείμενα, προέβη, πριν προλάβη και ο υιός του να εξετάση και αναγνωρίση το έδαφος, κ' επάτησεν επί της μαυρισμένης εκτάσεως πριν ακριβώση καλώς τι πράγμα ήτο. Παρέσυρε και τον νέον, αναγκασθέντα να προβή δύο βήματα όπως τον συγκρατήση, ούτος δε συμπαρέσυρε και τον πραγματευτήν εις το επισφαλές βήμα. Τριπλούν &μπλουμ& ηκούσθη έξαφνα.

Ο πατέρας τής είπε πολλές φορές διά να κλίνη να υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον ακούση, προφασιζομένη, ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν που άρχισε ανύπανδρη. Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο πατέρας της, ευρισκομένη μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν άνδρα ένα νέον πραγματευτήν ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως.

Και λέγοντας αυτά τα λόγια έγινεν άφαντη. Όθεν κατά το παρόν συνεπληρώθησαν οι δέκα χρόνοι, και εγώ πηγαίνω εις αναζήτησιν της γυναικός μου της Εξωτικής· και περνώντας από εδώ συναπάντησα τούτος τον πραγματευτήν με τον σεβάσμιον αυτόν γέροντα, που φέρει την έλαφον, και έμεινα εις συντροφιάν των.

Δεν επέρασε πολύς καιρός και απέθανε, και έμεινα εγώ με την μητέρα μου, η οποία ευθύς που απόθαψε τον πατέρα μου άφησε το ό,τι και αν είχε, και ανταμώθη με ένα που αγαπούσε, και εμίσευσε διά τας Ινδίας με ένα καράβι πραγματευτάδικο· μα πριν μισεύση αυτή η κακής διαθέσεως γυναίκα, με όλον που ήτον μητέρα μου, με επούλησεν εις ένα πραγματευτήν από σκλάβες, ο οποίος με έφερεν εδώ μαζί με άλλες πολλές, που είχεν αγοράσει διά να τες φέρη εις το σαράγι τούτου του βασιλέως· οπόταν δε είδε τον καιρόν αρμόδιον διά να μας παρουσιάση εις τον βασιλέα, μας εστόλισε με διάφορα στολίδια και φορέματα, και μας έφερεν εις το βασιλικόν σαράγι.

Έπαρε τούτην την σακκούλαν με τα φλωριά, και σύρε εις την αγοράν να εύρης ένα πραγματευτήν που τον λέγουν Ναμαράν, και πες του πως θέλεις να αγοράσης μεταξωτά· αυτός θέλει σου δείξει διάφορα· διάλεξε από αυτά ένα κομμάτι, και πλήρωσέ το όσα σου ήθελε γυρέψει χωρίς να κάμης παζάρι· μίλησέ του με ευγένειαν και γλυκύτητα, και ωσάν αναχωρήσης από αυτόν, φέρε μου εδώ τα μεταξωτά.

Αυτός έχοντας κάποιους λογαριασμούς πολλά αναγκαίους εις την περίφημον πόλιν Σερενδίβ, με έναν πραγματευτήν σύντροφόν του, αποφάσισε διά να με στείλη εκεί προς αυτόν, διά να τους τελειώσω. Εμίσευσα λοιπόν με ένα καράβι πραγματευτάδικον από τον λιμένα της Μπάσρας που επήγαινε διά Σουράτ και Σερενδίβ.

Εγώ της έταξα ότι ήθελα φυλάξει την αγάπην μου εις αυτήν έως τέλος της ζωής μου, και αυτή μου εφάνη πολλά ευχαριστημένη από ετούτην την βεβαιότητα. Έκραξεν υστερότερα μίαν από τες σκλάβες της και της είπεν, να υπάγη εν τω άμα κρυφίως εις ένα πραγματευτήν διά να αγοράση μίαν φορεσιά ανδρίκια πολλά πλουσίαν.