United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνος αυτός έπρεπε να επιστρέψη οπίσω, εις την εποχήν του από της οποίας απεμακρύνθη τόσον. Τ' είχε να κάμη εις τον νέον αυτόν κόσμον, τον ξένον εις τους οφθαλμούς και τας αισθήσεις του όλας; Πώς να ζήση με τον Παπαθεοδωρακόπουλον αυτός ο οποίος έζησε πριν με τον Δράκον;. . . — Ε, θα μου πάρης παππού; επέμενεν εν παρακλητικώ και θρηνώδει τόνω το παιδίον.

Δε μπορώ, απήντησεν η Πηγή και ακούσασα βήματα απεμακρύνθη. — Καλά, θα το μετανοιώσης, είπεν ο Μανώλης τρεπόμενος προς αντίθετον διεύθυνσιν. Αλλά το έλεγε χωρίς πεποίθησιν, διότι ενόει ότι μάλλον αυτός θα μετενόει. Η ιδέα ν' απαρνηθή την Πηγήν του εφαίνετο τώρα αδύνατος. Αλλά και αν του επήρχετο τοιαύτη ιδέα, έν βλέμμα της Πηγής ήτο αρκετόν διά να τον επαναφέρη εις την αγάπην της.

Δίπλα εις την αυλήν ταύτης ήτο κολλητή μία άλλη αυλόπορτα, του Νικολάκη του Κουνιέλη, όστις θα εώρταζε την ημέραν εκείνην. Ο Αποστόλης έγραψε το μαύρον ιώτα, πλησίον της δευτέρας αυτής αυλόπορτας και απεμακρύνθη.

Αυτό θα το κάμη! είπεν ο Ρούντυ. «Αύριον θα το έχω! αύριον είσαι εντελώς 'δική μου! η δική μου, γλυκειά μου γυναίκα!» — Το ακάτιον! εφώναξεν αιφνιδίως η Μπαμπέττα. Το ακάτιον, το οποίον έπρεπε να τους επαναφέρη, ελύθη και απεμακρύνθη από το νησάκι. — Θα το επαναφέρω! είπεν ο Ρούντυ.

Έκαμε ταχέως δύο σταυρούς και απεμακρύνθη. Η ιαχή των κυμάτων υπόκωφος, μονότονος, ανήρχετο από τα θεμέλια των βράχων, από τα θαλάσσια άντρα.

Θεοκατάρατε! Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον. Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα και έγεινεν άφαντος.

O γέλως δε των χωρικών εξέσπασε παταγώδης, όταν η Μαργή έκαμψε την γωνίαν της εκκλησίας και απεμακρύνθη μετά της μητρός της, ο δε Αστρονόμος, μιμούμενος τας κινήσεις και την φωνήν της, επανέλαβεν: «Αντίο σας! ... .Έλα μητέρα ... .» Και είπεν έπειτα με την αυτήν επίσυρτην φωνήν: — Τι δέντρο κάνει το στάρι;

Μόλις επάτησεν εις τα άγια χώματα, ο ορεινός απεμακρύνθη ολίγα βήματα, και στραφείς κατά τον αιγιαλόν, εστάθη μεταξύ ενός βράχου κ' ενός θάμνου, και προσβλέψας βλοσυρώς προς τον μπάρμπ’-Αλέξην, όστις απεμακρύνετο σιωπηλός από της ακτής, επρότεινε και τους δύο γρόνθους την φοράν ταύτην, σείων απειλητικώς την κεφαλήν και κράζων·Αχ! καραβά! Αχ! βρε καραβά! Αχ! μωρέ καραβά!

Η αγωνία του διήρκεσεν όλην την ημέραν. Ο Τουρκικός στόλος εν τούτοις απεμακρύνθη διευθυνόμενος προς νότον και παρήλθεν ο κίνδυνος των Σπετσών, οι δε νησιώται καθησύχασαν. Το εσπέρας εξεψύχησεν ο πατήρ μου. Την επιούσαν επώλησα της μητρός μου το δακτυλίδιον και εθάψαμεν τον νεκρόν μας εις τάφον ταπεινόν και ανεπίγραφον. Ήτο η δεκάτη πέμπτη Ιουλίου 1822. Τοιαύται ημερομηνίαι δεν λησμονούνται.

Ο δε Μανώλης, αφού εδέχθη κάμποσα χαλίκια κατάστηθα, ηναγκάσθη να αποχωρήση και απεμακρύνθη επαναλαμβάνων την απειλήν του, ενώ οι βουκόλοι εκραύγαζαν κατόπιν του: — Κού-κου! Κού-κου, Πατούχα!